ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ ΑΙΤΩΛΟΥ ΑΡΝΑΙΑΣ
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
  • ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
  • ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
  • 21ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΠΡΟΪΌΝΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
  • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
  • ΩΡΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
  • ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ
  • ΒΙΝΤΕΟΘΗΚΗ
  • 200 Σ' αγαπώ
  • ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

Τό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΟΣΜΑΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ

Picture
    Γράφει ὁ ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος εἰς τὸ ἅγιον καὶ ἱερὸν Εὐαγγέλιον: Ἦτο ἕνας γεωργὸς καὶ ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ σπίτι του, ἐπῆρε σπόρον καὶ ἐπήγαινε νὰ σπείρη εἰς τοὺς ἀγρούς του. Καὶ ἐκεῖ ὁποὺ ἔσπερνεν, ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλος εἰς τὴν πέτραν, ἄλλος εἰς τὰς ἀκάνθας καὶ ἄλλος εἰς τὴν καλὴν γῆν. Ἐκεῖνος ὁ σπόρος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν ὁδὸν δὲν ἐφύτρωσε, διότι ἡ γῆ ἦτο σκληρὰ καὶ καταπατημένη καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ τὸν ἔφαγον καὶ ἔμεινεν ἡ ὁδὸς ἄκαρπος. Ἄλλος σπόρος ἔπεσεν εἰς τὴν πέτραν, εἶχεν ὀλίγον χῶμα, ἐφύτρωσεν, ἀλλ᾿ εὐθὺς ὁποὺ ἐβγῆκεν ὁ ἥλιος, ὡς μὴ ἔχων ρίζαν ἐξηράνθη καὶ ἔμεινεν ἄκαρπος καὶ αὐτὸς ὁ σπόρος. Ἄλλος ἔπεσεν ἀνάμεσα εἰς τὰ ἀγκάθια, ἐφύτρωσε καὶ αὐτός, ἀλλ᾿ ἐβγῆκαν καὶ τὰ ἀγκάθια καὶ τὸν ἔπνιξαν καὶ αὐτόν. Ἐκεῖνος ὁποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν καλὴν γῆν ἐκαρποφόρησε. Π.χ. ἔσπειρεν ἕνα κιλὸν καὶ ἔκαμε ἑκατόν. Ἄλλος ἔπεσεν εἰς κατωτέραν γῆν καὶ ἔκαμεν ἑξήκοντα, ἄλλος εἰς ἔτι κατωτέραν καὶ ἔφερε τριάκοντα.

​Ἡ ἑρμηνεία τῆς παραβολῆς

   Μοῦ φαίνεται ὅτι ἐκαταλάβατε αὐτὴν τὴν παραβολήν. Ἀλλὰ διὰ νὰ ἐννοήσητε καλύτερα, λέγομεν καὶ τὰ ἀκόλουθα καὶ προσέχετε νὰ ἀκούσητε τοὺς λόγους τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα. Λέγεται Θεός, Υἱὸς Θεοῦ, Υἱὸς ἀνθρώπου, σοφία, ζωή, ἀνάστασις καὶ γεωργός. Ὁ Κύριος λοιπὸν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸν οἶκόν Του, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς πατρικοὺς κόλπους, διὰ τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας· κατεδέχθη ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσαρκώθη εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος· ὅλος μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλος πανταχοῦ παρών. Καὶ καθὼς ἕνας ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ εἶνε ὁ νοῦς του ὅλος εἰς τὴν πόλιν καὶ ὅλος εἰς τὸν οἶκον του, καὶ πάλιν ὅλος ὁ νοῦς του νὰ εἶνε μέσα εἰς τὸ κεφάλι του, ὁ ἄνθρωπος ὁποὺ εἶνε πλάσμα τοῦ Θεοῦ ἔχει αὐτὸ τὸ χάρισμα, καὶ ὁ Θεὸς δὲν δύναται νὰ εἶνε ὅλος εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ ὅλος εἰς κάθε μέρος; Οὕτως ἐβγῆκεν, ἀδελφοί μου, ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οἶκόν του καὶ ἐπῆρε σπόρον νὰ σπείρη τὰ χωράφια του, τὰς καρδίας τῶν ἀνθρώπων. Ποίος εἶνε ὁ σπόρος; Τὸ ἅγιον Ἐευαγγέλιον, τὸ νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ νὰ ἔχωμεν τὴν ἀγάπην εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Ποία εἶνε ἡ ὁδός; Εἶνε ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, ὁποὺ εἶνε σκληρὰ καὶ καταπατημένη ἡ καρδία του ἀπὸ τὰς βιωτικὰς μερίμνας· ἀκούει τὸν λόγον, ἀλλὰ δὲν ἐμβαίνει εἰς τὴν καρδίαν του, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες καὶ παίρνουν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ μένει ἄκαρπος ἤγουν χωρὶς ψυχικὴν ὠφέλειαν. Πέτρα εἶνε ἡ καρδία ἐκείνου ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν δέχεται μετὰ χαρᾶς, μὰ ἔχει ὀλίγην εὐλάβειαν εἰς τὸν Χριστόν, καὶ ἅμα τοῦ ἔλθη ὁ πειρασμός, τὸν ἀρνεῖται καὶ πηγαίνει μὲ τὸν διάβολον. Ἄκανθαι εἶνε ἐκεῖνος ὁποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ ὕστερον ἔρχονται τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὸν πνίγουν, καὶ μένει καὶ αὐτὸς ἄκαρπος. Ἡ καλὴ γῆ εἶνε ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ὅστις ἔφερεν ἑκατόν, ὁ μεσαῖος ἑξήκοντα καὶ ὁ κατώτερος τριάκοντα.
    Μὰ τὸ κεκρυμμένον νόημα τῆς παραβολῆς δὲν τὸ ἐννοήσατε, καὶ πρέπει εἰς ἕκαστον μέρος νὰ εἴπωμεν ἀπὸ ἕνα παράδειγμα.

​Παραδείγματα πρὸς κατανόησιν τῆς παραβολῆς

Μανασσής, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἑβραίων

Picture
   Τὸν παλαιὸν καιρὸν ἦτο ἕνας βασιλεὺς τῶν Ἑβραίων λεγόμενος Μανασσής, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐβασάνιζε μὲ πολλὰ παιδευτήρια. Τὸν ἐσυμβούλευαν οἱ προφῆται καὶ διδάσκαλοι νὰ κυβερνᾶ τὸν λαὸν μὲ πραότητα, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν ἤκουε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, δὲν μετενόησε. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν κακήν του γνώμην τί κάμνει; Σηκώνει ἕνα βασιλέα ἀπὸ τὴν ἀνατολὴν καὶ τὸν πολεμεῖ καὶ τὸν παίρνει σκλάβον, καὶ τὸν κλειδώνει μέσα εἰς ἕνα καζάνι διὰ νὰ τὸν κάψη. Τί κάμνει ἐκεῖ ὁ Μανασσής, μέσα εἰς τὸ χάλκωμα; Ἐνεθυμήθη τὰς ἁμαρτίας του, ἔκλαυσε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸν νὰ τὸν ἐλευθερώση καὶ πλέον δὲν ἁμαρτάνει. Βλέπων ὁ Θεὸς τὴν καλήν του γνώμην ἤκουσε τὴν μετάνοιάν του, ἐδέχθη τὰ δάκρυά του καὶ ἔστειλεν ἕνα ἄγγελον καὶ τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν κίνδυνον.Ὕστερον ἐπώλησε τὰ πράγματά του καὶ τὰ ἔδωσεν ἐλεημοσύνην καὶ ὑπῆγε καὶ ἀσκήτευεν εἰς ὅλην του τὴν ζωὴν μὲ νηστείας, ἀγρυπνίας, προσευχάς, καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καὶ εἶνε κανεὶς ἀπὸ σᾶς καὶ εἶνε σκληροκάρδιος ὡσὰν τὸν Μανασσῆ καὶ ἐνθυμηθῆ τὰς ἁμαρτίας του καὶ μετανοήση καὶ κλαύση, ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι δέχεται τὴν μετάνοιάν του καθὼς τοῦ Μανασσῆ.

Πέτρος ὁ Ἀπόστολος

Picture
    Νὰ εἴπωμεν δὲ καὶ διὰ τὴν πέτραν· ἔχομεν πολλά, ἀλλὰ μόνον ἕνα παράδειγμα θὰ εἴπωμεν, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Τὴ Μεγάλη Πέμπτη τὸ ἑσπέρας ἠξεύροντας ὁ Κύριος ὡς καρδιογνώστης Θεὸς ὅλα τὰ μέλλοντα, καὶ μάλιστα τὴν καρδίαν τῶν Ἑβραίων καὶ τοῦ Ἰούδα, ἐκάθησε καὶ ἐδίδαξε τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους πολλὰ καὶ διάφορα νοήματα.
    Μεταξὺ τῶν ἄλλων τοὺς εἶπε καὶ τοῦτον τὸν λόγον:
   - Νὰ ἠξεύρετε ὅτι ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ πωλήση εἰς τοὺς Ἑβραίους διὰ τριάντα φλωρία, καὶ θὰ μὲ περιγελάσουν οἱ Ἑβραῖοι, θὰ μὲ ὑβρίσουν, θὰ μὲ δείρουν καὶ θὰ μὲ σταυρώσουν. Ὅμως μὴ λυπεῖσθε, διότι ἐγὼ θέλω νὰ σταυρωθῶ, διὰ νὰ σταυρώσω τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν διάβολον, καὶ νὰ δώσω ζωὴν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὴν τρίτην ἡμέραν ν᾿ ἀναστηθῶ καὶ νὰ χαροποιήσω ὑμᾶς καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, καὶ νὰ φαρμακώσω τὸν ἅδην καὶ τοὺς Ἑβραίους καὶ μάλιστα τὸν διάβολον. Μάθετε δὲ καὶ τοῦτο, μαθηταί μου, ὅτι τότε θὰ μὲ ἀφήσετε ὅλοι καὶ θὰ φύγετε.
   
Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ λέγει:
  - Κύριε, ὅλοι καὶ ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι ποτέ.
    Τοῦ λέγει ὁ Κύριος:
   - Καλά, Πέτρε· ὁ καιρὸς θέλει τὸ δείξει.
    Λέγει ὁ Πέτρος:
   - Ὄχι, Κύριε, μὴ γένοιτο νὰ σὲ ἀρνηθῶ ποτέ.
    
Λέγει τοῦ ὁ Κύριος:
   - Ἐσὺ ὁποὺ λέγεις ὅτι μὲ ἀγαπᾶς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς ἀπόψε· πρὶν λαλήση ὁ πετεινὸς δίς, θὰ μὲ ἀρνηθῆς τρίς.
   
Διότι καλύτερα ἤξευρεν ὁ Κύριος τὴν καρδίαν τοῦ Πέτρου παρὰ ὁ ἴδιος. Πάλιν λέγει ὁ Πέτρος:
   - Ὄχι, Κύριε· ὅλοι ἂν σὲ ἀρνηθοῦν, ἐγὼ δὲν σὲ ἀρνοῦμαι.
     Τοῦ λέγει ὁ Κύριος:
     Τὸ σιτάρι ὅταν τὸ πυρώση ὁ ἥλιος, τότε φαίνεται πῶς εἶνε ριζωμένον, ἂν δὲν ξηρανθῆ. Ὁμοίως καὶ κάθε χριστιανός· ὅταν τοῦ ἔλθη πειρασμὸς καὶ δὲν ἀρνηθῆ τὸν Χριστόν, τότε εἶνε ἀληθὴς χριστιανός.
   Ἦλθεν ἡ ὥρα, παρεδόθη ὁ Κύριος θεληματικῶς εἰς τοὺς Ἰουδαίους· εὐθὺς ἔφυγον οἱ ἀπόστολοι, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος· ἐπῆραν οἱ Ἑβραῖοι τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἐπῆγαν εἰς τὰ παλάτια τοῦ Ἄννα καὶ Καϊάφα καὶ ἤρχισαν νὰ τὸν ἐξετάζουν πόθεν εἶνε. Ἐπῆγεν ὁ Πέτρος καὶ ἵστατο μακρόθεν διὰ νὰ ἴδη τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔρχεται ἕνας Ἑβραῖος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου:
   - Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι;
   
Ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος:
   - Ὄχι, δὲν τὸν γνωρίζω τί ἄνθρωπος εἶνε.
    
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, τί ἔκαμεν ὁ Πέτρος; Ἠρνήθη τὸν Χριστὸν καὶ ὑπῆγεν μὲ τὸν διάβολον. Πρωτύτερα ἔστεκε νὰ ἰδῆ τί κάμνουν τοῦ Χριστοῦ· ὕστερον ἐκοίταζε τὴν πόρταν νὰ φύγῃ. Ἔρχεται καὶ ἄλλος καὶ λέγει τοῦ Πέτρου:
   - Καὶ σὺ μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸν εἶσαι;
   Λέγειν πάλιν ὁ Πέτρος:
   - Δὲν ἠξεύρω τί μοῦ λέγεις.
    
Ὅταν ἐζύγωσε κοντὰ εἰς τὴν πόρταν νὰ φύγῃ, τὸν πιάνει καὶ ἄλλος Ἑβραῖος καὶ τοῦ λέγει:
    - Καὶ σὺ μαθητής του εἶσαι;
    Λέγει ὁ Πέτρος:
    - Νὰ ἔχω τὸ ἀνάθεμα ἂν τὸν ἠξεύρω αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον.
​    Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ὅτι ἐκεῖνος, ὅστις ἔλεγεν ὅτι χύνει τὸ αἷμα του διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τώρα τὸν ἀρνεῖται; Καὶ καθὼς ἠρνήθη τὸ τρίτον, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλάλησεν ὁ πετεινός, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος. Ἀκούσας ὁ Πέτρος τὸν πετεινὸν ἐνεθυμήθη τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, καὶ ἐξελθῶν ἔξω ἔκλαυσε μὲ μαῦρα δάκρυα, καὶ εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, ὅταν ἤκουε τὸν πετεινόν, ἔκλαιεν ἐνθυμούμενος τὴν ἄρνησιν.
   Ἐσταυρώθη ὁ Κύριος, ἀνέστη τὴν τρίτην ἡμέραν, ἐφανερώθη εἰς τὰς μυροφρους καὶ τὰς λέγει:
 - Ὑπάγετε καὶ εἴπατε εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ εἰς τὸν Πέτρον ὅτι ἀνέστην, καὶ τοὺς περιμένω εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
   Διατὶ ἐξεχώρισε τὸν Πέτρον; διὰ νὰ μάθῃ ὅτι ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν του ὁ Κύριος καὶ τὸν ἐσυγχώρησεν. Ἐπῆγαν οἱ Ἀπόστολοι εἰς τὸν Χριστὸν καὶ ἔλαβον τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐπῆγε καὶ ὁ Πέτρος, ἀμὴ ἔστεκε σκυθρωπός. Τοῦ λέγει ὁ Κύριος;
   - Πέτρε, μὲ ἀγαπᾶς;
    
Καὶ τὸν ἠρώτησε τρεῖς φοράς, εἰς διόρθωσιν τῶν τριῶν ἀρνήσεων, καὶ τὸν ἐπανέφερεν εἰς τὴν πρώτην του ἀξίαν.
   Ἔπειτα διῆλθε δύσιν καὶ ἀνατολὴν καὶ ἔκαμε χιλιάδας χριστιανούς. Τὸν συνέλαβεν ἕνας βασιλεὺς τῆς Ῥώμης καὶ τοῦ ἔλεγε ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τὰ εἴδωλα. Ὁ δὲ Πέτρος τοῦ λέγει:
   - Δὲν τὸν ἀρνοῦμαι.
   
Ὅθεν τὸν ἐσταύρωσε μὲ τὸ κεφάλι κάτω καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας τοῦ Χριστοῦ μας καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον.

Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία

Picture
 
 Νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὰ ἀγκάθια. Ἡ ὁσία Μαρία ἀπὸ δώδεκα χρονῶν κορίτσι ἔπεσεν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου· ἡμέραν καὶ νύκτα εὑρίσκετο εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Τὴν ἐφώτισεν ὁ ἐλεήμων Θεὸς καὶ φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμον καὶ πηγαίνει εἰς τὴν ἔρημον. Ἐκεῖ ἀσκήτευον σαράντα χρόνους, καὶ ἐκαθαρίσθη καὶ ἔγινε σὰν ἄγγελος. Θέλων ὁ Κύριος νὰ τὴν ἀναπαύση ἔστειλεν ἕνα ἅγιον ἀσκητὴν Ζωσιμᾶν νὰ τὴν ἐξομολογήση καὶ νὰ τὴν μεταλάβη τὰ Ἄχραντα μυστήρια. Καὶ ὕστερον παρέλαβε τὴν ἁγίαν της ψυχὴν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένας ἀπὸ σᾶς ὡσὰν τὴν ὁσίαν Μαρίαν, αὐτὴν τὴν ὥραν νὰ κλαύση καὶ μετανοήση, τώρα ὁποὺ ἔχει καιρόν, καὶ ἂς εἶνε βέβαιος ὅτι θὰ σωθῆ καθὼς καὶ ἡ ὁσία Μαρία.

Ἁγία Παρασκευή

Picture
   Νὰ εἰποῦμεν καὶ διὰ τὴν καλὴν γῆν. Ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἦτο δώδεκα χρονῶν κόρη ἀπὸ γένος εὐγενικόν. Μείνασα ὀρφανὴ ἐμοίρασεν ὅλην της τὴν περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, καὶ μὲ αὐτὰ ἠγόρασεν τὸν παράδεισον. Καὶ μετεχειρίζετο ὡς φτιασίδια τὰ δάκρυα, ἐνθυμουμένη τὰς ἁμαρτίας της. Ὡς σκουλαρίκια εἶχε τὰ ὦτα της ἀνοικτὰ διὰ ν᾿ ἀκούη τὰς Ἁγίας Γραφάς. Ὡς κορδόνι εἶχε τὰς πολλὰς νηστείας, ὁποὺ ἔκαμνον τὸν λαιμόν της καὶ ἔλαμπεν ὡς ἥλιος. Ὡς δακτυλίδια τοὺς κόμβους τῶν δακτύλων της ἀπὸ τὰς πολλὰς μετανοίας ὁποὺ ἔκαμνεν. Ὡς χρυσοῦν ζωνάριον τὴν παρθενίαν ὁποὺ ἐφύλαξεν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Ὡς φόρεμα τὴν ἐντροπὴν ὁποὺ εἶχε εἰς τὸν ἑαυτόν της καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ὁποὺ τὴν ἐσκέπαζεν. Ἔτσι ἐστολίζετο ἡ Ἁγία. Ἀνίσως καὶ εἶνε κανένα κορίτσι καὶ θέλη νὰ στολίζεται, ἂς στοχασθῆ τί ἔκαμνεν ἡ Ἁγία, νὰ κάμνη καὶ ἐκείνη, ἂν θέλη νὰ σωθῆ.Ἔτσι, ἀδελφοί μου, ἡ ἁγία Παρασκευὴ ἔμαθε γράμματα καὶ ἔγινε σοφώτατη. Καὶ διὰ τὴν καθαρότητά της τὴν ἠξίωσεν ὁ Θεὸς καὶ ἔκαμνε καὶ θαύματα. Ἰατρευε τυφλούς, κωφούς· ἀνέστηνε νεκρούς. Δυὸ Ἑβραῖοι, τέκνα τοῦ διαβόλου, βλέποντες τὴν Ἁγίαν νὰ κάμνη θαύματα, τὴν ἐφθόνησαν καὶ τὴν διέβαλον εἰς τὸν βασιλέα Ἀντωνίνον ὡς χριστιανήν. Τὴν κράζει λοιπὸν ὁ βασιλεὺς καὶ τῆς λέγει ν᾿ ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸν καὶ νὰ προσκυνήση τοὺς θεούς, νὰ τὴν κάμνη βασίλισσαν.
      Λέγει του ἡ Ἁγία:
   - Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀνόητη ὡσὰν ἐσένα, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστόν μου καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν διάβολον· ν᾿ ἀφήσω τὴν ζωὴν καὶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸν θάνατον. Ἄμποτε νὰ ἄφηνες καὶ σὺ τὸ σκότος καὶ νὰ ἤρχεσο εἰς τὸ φῶς.
    
Ἀκούετε, ἀδελφοί μου, ἕνα κορίτσι νὰ ὁμιλῆ μὲ τοιαύτην παρρησίαν ἐμπρὸς εἰς ἕνα βασιλέα; Ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του, δὲν φοβεῖται ὅλον τὸν κόσμον. Ἀνίσως θέλωμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μὴ φοβούμεθα μήτε ἀνθρώπους μήτε δαίμονας, νὰ ἔχωμεν τὸν Θεὸν εἰς τὴν καρδίαν μας.
      Λέγει ὁ βασιλεὺς τῆς Ἁγίας:
   - Σοῦ δίδω τρεῖς ἡμέρες διορίαν· ἂν δὲν μοῦ ὑπακούσῃς, θὰ σὲ θανατώσω.
      Λέγει του ἡ ἁγία:
   - Βασιλεῦ, ἐκεῖνο ὁποὺ θέλεις νὰ κάμης εἰς τρεῖς ἡμέρας, κᾶμε τὸ τώρα, διότι ἐγὼ δὲν ἀρνοῦμαι τὸν Χριστόν μου.
    Τότε προστάζει ὁ βασιλεὺς καὶ ἄναψαν μίαν μεγάλην πυρκαϊὰν καὶ βάνουν ἕνα καζάνι γεμάτο πίσσαν καὶ θειάφι καὶ βράζει καλά. Βλέπουσα ἡ Ἁγία τὸ καζάνι ἐχαίρετο, ὅτι ἔμελλε ν᾿ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦτον τὸν ψεύτικον κόσμον καὶ νὰ ὑπάγη εἰς ἐκεῖνον τὸν ἀληθινὸν καὶ αἰώνιον. Προστάζει ὁ βασιλεὺς νὰ βάλουν τὴν ἁγίαν εἰς τὸ καζάνι διὰ νὰ καῆ. Ἡ Ἁγία ἔκαμε τὸν σταυρόν της καὶ ἐμβαίνει μέσα. Περιμένει δυὸ - τρεῖς ὥρας ὁ βασιλεὺς καὶ βλέπων ὁποὺ δὲν καίεται ἡ Ἁγία της λέγει:
   - Παρασκευὴ διατὶ δὲν καίεσαι;
    
Λέγει του ἡ Ἁγία:
   - Διότι ὁ Χριστὸς ἐδρόσισε τὸ νερὸ καὶ δὲν καίομαι.
   
Λέγει της ὁ βασιλεύς:
    - Ραντισόν με καὶ ἐμὲ διὰ νὰ ἴδω, καίει;
    
Ἐπῆρεν ἡ Ἁγία μὲ τὰς δυό της χείρας καὶ τοῦ ρίπτει εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εὐθύς, ὢ τοῦ θαύματος! ἐτυφλώθη καὶ ἐγδάρθη τὸ πρόσωπόν του. Φωνάζει ὁ βασιλεύς:
    - Μέγας ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν καὶ εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγώ· καὶ ἔβγα νὰ μὲ βαπτίσῃς.
​    Ἐβγῆκεν ἡ Ἁγία καὶ τὸν ἐβάπτισε μὲ ὅλον του τὸ βασίλειον. Ἔπειτα τὴν ἀπεκεφάλισεν ἄλλος βασιλεὺς καὶ ὑπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαίρεται πάντοτε. Αὐτὴ ἡ Ἁγία ἔκαμε τὰ ἑκατὸν κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου.

Ἕνα ζεῦγος Ἁγίων (Ἀνδρόνικος - Ἀθανασία)

Picture
    Νὰ εἴπωμεν καὶ δι᾿ ἐκεῖνον ὁποὺ ἔφερε τὰ ἑξήκοντα.
  
Εἰς 9 τοῦ Ὀκτωβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον μὲ τὴν σύζυγόν του Ἀθανασίαν. Τοὺς εἶχε χαρίσει ὁ ἅγιος Θεὸς δυὸ παιδία ἀρσενικά, καὶ μίαν ἡμέραν ἀπέθανον καὶ τὰ δυό. Κλαίουσα ἡ Ἀθανασία διὰ τὰ τέκνα της, ἔρχεται ἄγελος Κυρίου καὶ τῆς λέγει:
  - Τὰ τέκνα σου χαίρονται εἰς τὸν παράδεισον καὶ θὰ τὰ ἀπολαύσῃς εἰς τὴν Δευτέρα Παρουσίαν, καὶ μὴ λυπεῖσαι.
   Καὶ ἔτσι τὴν ἐπαρηγόρησε.
  Λέγει ἡ Ἀθανασία τοῦ Ἀνδρονίκου:
 - Ἀφέντη, χιλιάδες ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐφύλαξαν παρθενίαν εἰς ὅλην των τὴν ζωήν. Ἡμεῖς ὑπανδρευθήκαμεν καὶ ἀπελαύσαμεν τὰ σωματικά. Δὲν γινόμεθα καλόγηροι νὰ κάμωμεν καὶ τὰ ψυχικά, νὰ ὑπάγωμεν καὶ εἰς τὸν παράδεισον;
​   Ἀπεκρίθη καὶ ὁ εὐλογημένος Ἀνδρόνικος καὶ τῆς λέγει:
  - Ἂς γίνῃ, ἀδελφή μου, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔζων ὡς ἀδελφοί.
   Ἐμοίρασαν τὴν περιουσίαν των, ἐπῆγαν καὶ οἱ δυὸ εἰς μοναστήριον καὶ ἔγιναν καλόγηροι καὶ ἔζησαν μὲ νηστείας καὶ σκληραγωγίας καὶ ἐπῆγαν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτοὶ ἔκαμον τὰ ἑξήκοντα, διότι ἔκαμον πρῶτον τὰ σωματικὰ καὶ δεύτερον τὰ ψυχικά. Αὐτοὶ βέβαια εἶνε κατώτεροι ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Παρασκευήν. Ἀνίσως καὶ θέλη κανένας ἀπὸ σᾶς νὰ κάμη τὰ ἑξήκοντα, ἂς ἀγωνίζεται ὡσὰν τὸν ἅγιον Ἀνδρόνικον καὶ τὴν ἁγίαν Ἀθανασίαν καὶ σώζεται.

Ὁ πολύτεκνος Ἰωάννης

    Πάλιν ἂν δὲν ἠμπορῆτε νὰ κάμετε τὰ ἑξήκοντα, μιμηθῆτε ἐκεῖνον ὁποὺ ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Εἰς τὴν ἀνατολὴν ἦτο ἕνας ἄνθρωπος ἱερεύς, τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ὑπανδρευμένος. Εἶχεν εἴκοσι παιδία. Μίαν ἡμέραν ὑπῆγεν ἕνας Δεσπότης εἰς τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ, βλέπει τὰ παιδία καὶ ἐρωτᾶ τίνος εἶνε.
    - Ἰδικά μου, λέγει ὁ παπάς.
   Τότε λέγει ὁ Δεσπότης:
  - Πόσους χρόνους εἶσαι ὑπανδρευμένος;
   - Δεκαοκτώ, 
λέγει ὁ παπάς.
   Τότε λέγει ὁ Δεσπότης:
   - Διὰ δεκαοκτὼ χρόνους ἔχεις 20 παιδία; Ἐσὺ πρέπει νὰ καθαιρεθῆς.
    Λέγει του ὁ παπάς:
   - Νὰ ἐξομολογηθῶ, Δεσπότη μου, καὶ ἂν τὸ εὕρης εὔλογον, ἂς γίνῃ ὁ ὁρισμὸς τοῦ Θεοῦ.
   
Ἤρχισεν ὁ παπὰς καὶ λέγει:
  - Ἐγώ, Δεσπότη μου, ἔμαθα γράμματα Ἑλληνικά, ἔγινα δεκαοκτῶ χρονῶν ἀναγνώστης, εἰκοσιπέντε διάκονος καὶ τριάκοντα ἱερεὺς χωρὶς νὰ δώσω κἂν ἕνα ἄσπρο. Κατὰ τοὺς θείους νόμους ὑπανδρεύτηκα. Πρῶτον ἐξωμολογηθήκαμε μὲ τὴν παπαδιά μου, ἐπήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἐστεφανωθήκαμεν, ἔπειτα ἐκοινωνήσαμε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐσμίξαμεν. Καὶ ὡσὰν ἐγκαστρώθη, ἐχωρίσαμεν ἕως ὁποὺ ἐγέννησεν. Ἐσαράντισε, καὶ τότε πάλιν ἐσμίξαμεν, καὶ πάλιν ἐχωρήσαμεν, καὶ μὲ τέτοιον τρόπον ἐκάμαμε εἴκοσι τέκνα, πανιερώτατε.
   
Λέγει ὁ Δεσπότης:
   - Συγχωρημένος καὶ εὐλογημένος νὰ εἶσαι· νὰ κάμης πενήντα καὶ ἑκατὸν τέκνα.
   Ἔτσι ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης ἔμαθε τὰ τέκνα του γράμματα, τὰ ἐπαίδευσε μὲ νουθεσίας καλάς, καὶ ἐπέρασεν ἐδῶ καλὰ καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸν παράδεισον. Αὐτὸς ἔκαμε τὰ τριάκοντα. Θέλεις καὶ σύ, ἀδελφέ μου, νὰ κάμης τὰ τριάκοντα; Μιμήσου τὸν παπὰ Ἰωάννην τώρα ὁποὺ ἔχεις καιρὸν. Αὐτὴ εἶνε ἡ ἐξήγησις τῆς παραβολῆς.
​   Ὁδὸς εἶνε οἱ Ἑβραῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶνε διὰ τὴν κόλασιν. Πέτρα εἶνε οἱ ἀσεβεῖς. Καὶ καλὴ γῆ εἶνε οἱ εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι σώζονται. Ἀλλὰ πῶς σώζονται; Ὁ καθένας καθὼς ἔπραξεν· ἂν δηλαδὴ ἔκαμε καλά, πηγαίνει εἰς τὸν παράδεισον· ἂν κακά, πηγαίνει εἰς τὴν κόλασιν.
ΔΙΔΑΧΗ Β΄

​ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΝΕΟΣΚΗΤΙΩΤΗ

Picture
    -Τί πειρασμούς εἴχατε ὅταν ἤλθατε ὡς δόκιμος στήν Σκήτη, Γέροντα;
    -Στήν Καλύβα μου εἶχα στίς ἀρχές πολλές φασαρίες ἀπό τόν διάβολο. Τά βράδυα ἤρχοντο πέτρες ἐπάνω στήν στέγη.῎Αλλες κτυποῦσαν στά παράθυρα κι ἄλλες στίς πόρτες ῎Αλλοτε κάτω ἀπό τό πάτωμα ἄκουα θορύβους καί κτυπήματα... Τέτοιες διαβολικές ἐνέργειες εἶχα δοκιμάσει καί στό Ἀγρίνιο, γι᾿ αὐτό δέν τίς λογάριαζα καί πολύ. 
     Ρώτησα τόν Γέρο-Ἀβράμιο, ἕνα γεροντάκι πού ἔμενε σέ ἕνα γειτονικό σπίτι: 
   -Τί εἶναι αὐτές οἱ πέτρες καί οἱ θόρυβοι; Μοῦ εἶπε: 
    -Εἶναι τοῦ πονηροῦ, πάτερ Σπυρίδων. Νά κάνουμε μία ἀγρυπνία καί θά σταματήσουν. Πράγματι κάναμε τήν ἀγρυπνία καί ὅλα αὐτά τά διαβολικά ἐνοχλήματα ἐσταμάτησαν.
    Μία φορά ἤμουν μέσα στό ἐκκλησάκι τοῦ σπιτιοῦ, καί αἰσθάνθηκα ὅτι κάτι μέ τσίμπησε στό πόδι. Πόνεσα πολύ. Ἐκκύταξα κάτω καί δέν εἶδα τίποτε. ῎Αλλοτε ἔνοιωσα νά κουλουριάζεται ἕνα φίδι στά πόδια μου. Γλύστρησα νά πέσω κάτω, ἀλλά δέν τό εἶδα ὅμως. ῎Αλλοτε πάλι ἔπεσα ἀπό τήν μάνδρα καί ἔσπασα τό πόδι μου. Πολλοί μοῦ εἶπαν νά πάω ἔξω. Ἐγώ τούς εἶπα: «῎Οχι θά πεθάνω στήν Σκήτη». Μέ πείραζε συχνά ἡ καρδιά. ῞Ομως ἐγώ δύο φορές τήν ἡμέρα ἀνεβοκατέβαινα τά 400 σκαλιά τῆς Σκήτης, ἀπό τήν παραλία στό σπίτι, κατά τήν ἐντολή τῶν γιατρῶν.


     -Ποιά ἦταν, Γέροντα, ἡ μεγαλύτερη χαρά τῆς ζωῆς σας;
    - Γιά μέν τούς κοσμικούς εἶναι ὁ γάμος, ἐνῶ γιά μᾶς τούς μοναχούς εἶναι ἡ κουρά μας σέ Μεγαλόσχημο μοναχό. Κατ᾿ αὐτήν σταματᾶ ἡ Θεία Λειτουργία στή μέση γιά νά γίνῃ ἡ κουρά τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἑαυτοῦ μας.

      -Τί συμβουλές δίνετε κυρίως στά πνευματικά σας παιδιά, Γέροντα;
     -Μέ τήν χάρι του Θεοῦ ἔχω τρεῖς ἱερομονάχους καί δύο μοναχούς στήν συνοδεία τῆς Καλύβης μου. Τούς λέγω: "Δέν θά μέ ρωτᾶτε, ἄν πρέπει  νά φᾶτε κάτι, ἐκτός τῆς τραπέζης τοῦ φαγητοῦ, ἀλλά θέλω νά εἶσθε πάντοτε ἕτοιμοι πνευματικά νά λειτουργῆτε ἀνά πᾶσαν στιγμήν. Δηλαδή νά προσέχετε τούς λογισμούς σας, τίς παρεκτροπές σας καί κυρίως τά ἠθικά ζητήματα. ῾Ο Θεός εἶναι πανταχοῦ παρών καί μᾶς βλέπει, ὅπου καί νά εἴμεθα». Αὐτό λοιπόν ἐπέτυχε μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί ὅλα τά Καλογέρια μου εἶναι προσεκτικοί, ἀγωνιστές καί ὑπάκουοι.

       -Τί  πνευματική διαθήκη θ᾿ ἀφήσετε στούς διαδόχους σας;
    - Τούς ἔχω εἰπεῖ τά ἑξῆς: «Βάρκα καί ζῶο δέν θά ἀγοράσετε. Θά περιορισθῆτε στά πνευματικά καί τό ἐργόχειρο τῆς ἁγιογραφίας σας. Δέν θά ἀνακατευθῆτε μέ τό ψάρεμα καί τήν θάλασσα. ῎Εχετε χρήματα; Ἀγοράζετε λίγα ψάρια.῎Αν δέν ἔχετε ἀνοίγετε μία κονσέρβα σαρδέλλες καί τρῶτε». Δέν ἤλθαμε, πάτερ, πρῶτα ἐδῶ γιά τό φαγητό. Καί ἐγώ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ παράτησα καί τήν σύνταξί μου.

        -Ποιό εἶναι τό ἀναγνωριστικό σημεῖο προόδου μας στήν προσευχή;
     -Τό ἀναγνωριστικό σημεῖο δέν εἶναι φανερό γιά τόν καθέναν. Αὐτό ξέρει ὁ Θεός καί ὁ ἄνθρωπος. Ἐάν ὁ ἀγωνιζόμενος διακρίνῃ ὅτι κάτι καλό γίνεται μέσα του, ταπεινώνεται τόσο πολύ, ὥστε βλέπει πιό πολύ τήν ἀκαταστασία του, τό ἁμαρτωλό παρελθόν του, τίς σκέψεις καί τίς ἐπιθυμίες του, καί θεωρεῖ πλέον τόν ἑαυτόν του- καί πράγματι εἶναι- ὡς τόν ἁμαρτωλότερον τοῦ κόσμου.

      -Οἱ μοναχοί πού δέν ἔχουν τήν νοερά προσευχή, ὑπάρχει φόβος νά κολασθοῦν;
     -Κανένας δέν προσεύχεται μέ τά πόδια. ῞Ολοι νοερῶς προσεύχονται. Πρέπει νά προσευχώμεθα ἁπλᾶ καί ἐλεύθερα στον Θεό  Πατέρα μας. Τό καλλίτερο βιβλίο περί προσευχῆς εἶναι τοῦ ῎Αγγλου ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου Διοκλείας Καλλίστου Γουέρ. ῾Η καρδιά δέν πρέπει νά πιέζεται. Πρέπει ἐλεύθερα νά κάνουμε τήν προσευχή μας. Μᾶς φεύγει ἡ διάννοια, τό ἀτίθασο ἄλογο; Θά τό ἐπαναφέρωμε πάλι πίσω. ῎Ετσι εἶναι. Κάθε ἄνθρωπος ἔχει καί τά κληρονομικά του, τίς ἀδυναμίες του, τήν κακή χρῆσι τοῦ αὐτεξουσίου του. Δέν μποροῦμε ὅλοι νά μποῦμε σέ ἕνα καλούπι.

       -Πῶς μποροῦμε, Γεροντα νά ἀποκτήσουμε τόν φόβο τοῦ Θεοῦ;
      - Φόβος τοῦ Θεοῦ δέν σημαίνει τρόμος, ἀλλά ὑπακοή καί σεβασμός στίς ἐντολές του. ῾Ο φόβος γεννᾶται μέσα μας καί ἀπό τήν συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι εἴμεθα ἀνήθικοι καί ἁμαρτωλοί, διότι κανείς δέν μπορεῖ νά καυχηθῇ, ὅτι οὐδέποτε πέρασε ἀπό τήν σκέψιν του σαρκικός λογισμός. ῞Οταν τό νοιώθουμε αὐτό θά ζαρώνουμε ἀπό συντριβή ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Δέν θά κρίνουμε κανέναν ὡς ἁμαρτωλό. Θά ἔχουμε σεβασμό πρός τόν Θεό, καί θά ἐλπίζουμε γιά τήν σωτηρίαν μας μόνο στό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχυσε ἐπί τοῦ Σταυροῦ.

      -῎Εχει καθῆκον ὁ μοναχός νά κάνη ἐλεημοσύνη, ὅπως οἱ κοσμικοί;
      -῾Η μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη τοῦ μοναχοῦ εἶναι ἡ προσευχή. Αὐτή τήν ἐλεημοσύνη δέν τήν καταλαβαίνουν ὅλοι οἱ μοναχοί. Χρειάζεται πολλή πεῖρα. ῞Οσο περνᾶ ὅμως ὁ καιρός ἀντιλαμβάνονται τήν ἀξίαν της καί ἐπιδίδονται μέ ζῆλο οἱ περισσότεροι σ᾿ αὐτήν. Πάντως ἔχω νά εἰπῶ ὅτι εἶναι δύσκολο τό ἐπάγγελμα τοῦ μοναχοῦ, ἀλλά καί τοῦ χριστιανοῦ.

      -Πῶς μπορεῖ νά προοδεύση εὐκολώτερα στήν ἀρετή ὁ κοινοβιάτης μοναχός, ἀλλά καί κάθε μοναχός;
      - Ἐάν μάθῃ καλά τό «εὐλόγησον» καί τό «νά εἶναι εὐλογημένον», αὐτό σημαίνει ὅτι ἔχει προοδεύσει. Εἶναι βέβαια δύσκολο πρᾶγμα αὐτό, διότι πέφτει ὁ ἐγωϊσμός, ἀλλά καί χωρίς αὐτή τήν νίκη, δέν ἐλευθερώνεται ὁ ἀγωνιστής ἀπό τά πάθη του.

       -Πῶς μπορεῖ ὁ μοναχός, ἀλλά καί ὁ χριστιανός νά διατηρῇ τήν ἐσωτερική του εἰρήνη;
     -῞Οταν ἕνα παιδί ἔχει ἄνάγκη ἀπό κάποιο πρᾶγμα, τρέχει ταχέως στήν μητέρα του. Ἐκείνη τό παίρνει στήν ἀγκαλιά της, τό φιλεῖ, ἀκούει μέ στοργή τί θέλει καί αὐτό αἰσθάνεται κοντά της εἰρήνη καί ἀσφάλεια. ῎Ετσι κι ἐμεῖς, ὁπουδήποτε εἴμεθα, εἴτε στό κελλί μας, εἴτε στό δρόμο ἤ στό αὐτοκίνητο, ἐάν δοῦμε καμμιά ἀνωμαλία, πού σίγουρα εἶναι ἔμπνευσις τοῦ διαβόλου, πρέπει νά καταφύγουμε μέ ταπείνωσι στήν προσευχή λέγοντας: «Κύριε, σύ πάντα οἶδας, σύ γιγνώσκεις, ἁμαρτωλός εἰμί ἐγώ».
​

    -Ποῖος εἶναι ὁ ρόλος τῶν πειρασμῶν στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου;
   -Οἱ πειρασμοί εἶναι, ὅ,τι καί ὁ ἀθλητισμός γιά τούς νέους. Ἀποτελοῦν κατά παραχώρησι Θεοῦ μία γυμνασία τῆς ψυχῆς μας γιά τήν σωτηρία της. ῾Ο Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγε: «Ἐάν μή τις νομίμως ἀθλήσῃ, οὔ στεφανοῦται». Ἐπιτρέπει ἐνίοτε ὁ Θεός μέχρι τοῦ τάφου πειρασμούς καί λογισμούς γιά νά ταπεινώσῃ ἤ νά δοκιμάσῃ ἤ νά παιδαγωγήσῃ τόν ἄνθρωπον. Πάντα τά ἐπιτρέπει γιά τήν σωτηρία τῆς ἀθανάτου ψυχῆς μας. ῾Οπότε, λοιπόν ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀνησυχῇ, ἀλλά νά ὑπομένῃ καί νά εὐχαριστῇ τόν Θεό γιά ὅ,τι τοῦ συμβῇ στήν ζωή του.
                                                                                                                                                                 
π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης


ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΥΧΗΣ
''Κύριε Ἱησοῦ χριστέ Ἐλέησόν με τόν ἀμαρτωλόν.''

Picture
     Η Ευχή: «ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ». Όλη η τέχνη είναι αυτή ακριβώς. Είτε περπατάς είτε κάθεσαι, είτε στέκεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε βρίσκεσαι στην εκκλησία, άσε τη προσευχή αυτή να γλιστρήσει από τα χείλη σου «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με» με τη προσευχή αυτή στην καρδιά σου θα βρεις εσωτερική ειρήνη και γαλήνη σώματος και ψυχής    (Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα. (Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)
Λέγε ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» με τη γλώσσα και με τον νου. Όταν η γλώσσα κουράζεται ας αρχίζει ο νους. Και πάλιν όταν ο νους βαρύνεται, η γλώσσα. Μόνον να μην παύεις. Λοιπόν όταν ευχόμενος κρατάει τον νου του να μην φαντάζεται τίποτα, αλλά προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής.                                                                                                              (Γέρων Ιωσήφ)
Δια της ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» θα κερδίσεις το παν. Δια της ευχής καθαρίζεται ο άνθρωπος, λαμπρύνεται, αγιάζεται. Η ευχή είναι το σωσίβιο της ψυχής και του σώματος. Η ευχή είναι η βάση της τελειότητας. Θα λεπτυνθείτε και θα πετάτε με την ευχή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας, καθαρισμού και αγιασμού από την νοερά προσευχή. Αυτή γέμισε τον παράδεισο από άγιους ανθρώπους                                                                                                                                                              (Γέροντας Αμφιλόχιος)
Να λέγεις παιδί μου την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ημέρα και νύχτα συνέχεια. Η ευχή θα τα φέρει όλα, η ευχή περιέχει τα πάντα : αίτηση, παράκληση, πίστη, ομολογία, θεολογία κλπ. Η ευχή να λέγεται χωρίς διακοπή.
Η ευχή θα φέρει ολίγον κατ’ ολίγον ειρήνη, γλυκύτητα, χαρά, δάκρυα. Η ειρήνη και η γλυκύτης θα φέρουν περισσότερον ευχή, και η ευχή κατόπιν, περισσοτέραν ειρήνη και γλυκύτητα κ.ο.κ.θα έρθει στιγμή που αν θα σταματάς την ευχή, θα αισθάνεσαι άσχημα. (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)
Να λέτε την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Να τη λέτε μια-μια λέξη κατανοητά, καταληπτά. Να μην προχωρείτε στη δεύτερη λέξη, αν δεν καταλάβετε την πρώτη. Να τονίζεται περισσότερο το τελευταίο, δηλαδή ελέησόν με.
Θα σας έρθει τώρα στην αρχή ραθυμία και και ύπνος και μετεωρισμός και αμέλεια αλλά εσείς γρήγορα να συνέρχεστε. ‘Όταν λέτε την ευχή, να θεωρείτε τον εαυτό σας τώρα στην αρχή, ότι είσθε στη κόλαση και να φωνάζετε κλαίοντας, ζητώντας το έλεος του Θεού.
Μακριά από την απόγνωση, από την απελπισία και τα όμοια ταύτα. Κατά την ώρα της προσευχής να μην δέχεστε ούτε φαντασία, ούτε μορφή, ούτε εικόνα της Παναγίας και του Χριστού ή άλλου τινός Αγίου, ούτε και τις λέξεις της ευχής να βλέπετε νοερώς (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)
Μάθετε να εργάζεσθε το κομποσκοινάκι. Το κομποσκοινάκι θα σας οδηγήσει εκεί που εσείς δεν γνωρίζετε σε ανώτερα επίπεδα θα σας οδηγήσει το κομποσκοινάκι. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
–Έχετε ένα πρόβλημα; «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»
–Έχετε έναν πειρασμό με τον άλλον, με τον γείτονα σας, με τους φίλους σας κ.ο.κ. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Η ευχή θα σας δώσει τη λύση του προβλήματος σας λύσιν του αδιεξόδου όπου ευρίσκεστε. Το κομποσκοινάκι λοιπόν «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»                                                                                                                                                         (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)
Όλοι οι Άγιοι Πατέρες φωνάζουν την πρώτη θέση στη ζωή του κάθε χριστιανού την κατέχει η προσευχή. Θέλεις να κάνεις κατάσταση; Προσεύχου. Θέλεις να σωθείς; Προσεύχου. ‘Όλες οι προσευχές καλές και άγιες είναι, αλλά η νοερά προσευχή, είναι η βασίλισσα αυτών. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Απ’ αυτήν τη μικρούλα αλλά παντοδύναμη προσευχή, ξεκίνησαν οι Άγιοι Πατέρες και έγιναν φωστήρες της εκκλησίας. Λέγε συνεχώς όσο μπορείς περισσότερες φορές την ημέρα και τη νύχτα αυτή την ευχούλα και αυτή θα σε διδάξει αυτά που θέλεις, αυτά που δεν γνωρίζεις. Βιάσου σ’ αυτήν την ευχούλα                                                                                          (Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης)
Η ευχή μας φέρνει κοντά στον Χριστό. Κάποτε μου ήρθε (να εξομολογηθεί) ένας μεγαλόσχημος.
Μου είπε:
Έχω φθάσει, Αββά σε απόγνωση. Δεν βλέπω καμιά αλλαγή στο καλύτερο. Πως θα βελτιωθώ; Πώς θα πεθάνω για την αμαρτία; Αισθάνομαι την πλήρη αδυναμία μου. Υπάρχει άραγε ελπίδα σωτηρίας.
Βεβαίως υπάρχει. Λέγε όσο πιο πολύ μπορείς την ευχή. Και άφησε τα πάντα στα χέρια του θεού. Και ποια η ωφέλεια από την ευχή όταν δε συμμετέχει ο νους και η καρδιά; Τεράστια ωφέλεια. Είναι γνωστό ότι η «ευχή» έχει πολλές βαθμίδες: από την απλή προφορά των λέξεων της «ευχής» μέχρι την «ευχή» την θαυματουργική.
Μα έστω και στην κατώτατη βαθμίδα να βρισκόμαστε και αυτό για μας είναι ψυχικά πολύ ωφέλιμο και σωτήριο. Από τον άνθρωπο που λέγει την «ευχή» φεύγουν οι δυνάμεις του εχθρού μας. Και ο άνθρωπος αυτός γρήγορα ή αργά οπωσδήποτε θα σωθεί
Αναστήθηκα! Αναστέναξε ο Μεγαλόσχημος. Από δω και πέρα δεν πρόκειται πια να πέσω σε ακηδία και απόγνωση. Το λέγω λοιπόν και το επαναλαμβάνω: λέτε την «ευχή».’Έστω και μόνο με το στόμα. Και ο Κύριος δεν θα σας αφήσει                (Στάρετς Βαρσανούφιος της Όπτινα)
Δεν πρέπει να αφήνουμε την ευχή. Όταν μας δίνεται η ευκαιρία, να τη λέμε. Να μην τριγυρίζει ο νους μας στα μάταια. Με την ευχή ο νους αναπαύεται και αγάλλεται. Ο νους του ανθρώπου πρέπει να ασχολείται με την ευχή και να μην τρέχει στα μάταια. (Γέροντας Παΐσιος)
Πρέπει συνεχώς αδιαλείπτως να λέμε την ευχή. Μέσα στη καρδιά μας και το νου μας πρέπει να μείνει μόνο το όνομα του Χριστού μας. Γιατί όταν εμείς αφήνουμε την προσευχή, την, την επικοινωνία μας με το Θεό, τότε ο διάβολος με λογισμούς αρχίζει και μας ζαλίζει και δεν ξέρουμε πλέον ούτε τι θέλουμε, ούτε τι λέμε, ούτε τι κάνουμε.                                                                                      (Γέροντας Παΐσιος)
Να λέγωμεν συνεχώς την ευχήν, είτε με το νουν, είτε με το στόμα. Η ευχή, το παντοδύναμον όπλον δεν αφήνει την αμαρτία να εισέλθει. Ο διάβολος καίεται από το όνομα του Ιησού Χριστού, δια τούτο πασχίζει με κάθε τρόπον να σταματήσει την ευχή. (Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεϊτης)
Λέγε την ευχή : αγιάζει το στόμα, αγιάζει ο αέρας, αγιάζει ο τόπος που λέγεται, Οι δαίμονες βάζουν χίλια εμπόδια δια να μην προσευχηθεί ο άνθρωπος, επειδή όλες οι παγίδες, όλα τα δίκτυα των δαιμόνων καταστρέφονται δια της προσευχής. Άπειρες φορές οι δαίμονες δια στόματος δαιμονισμένων ομολόγησαν ότι καίονται από την ενέργεια της ευχής. (Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεϊτης)
Η κάτωθι σύντομος προσευχή είναι παντοδύναμο όπλο κάθε χριστιανού: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Λέγε αδερφέ μου με τα χείλη και με την καρδιά σου συνεχώς τα σωτήρια αυτά λόγια, διότι φωτίζουν τον νου, γαληνεύουν την καρδιά, καίουν την αμαρτία, μαστίζουν και εκδιώκουν τους δαίμονας.
Το κομποσκοίνι δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι κάτι διακοσμητικό, ούτε κάτι που θα μας φέρει γούρι. Αντίθετα, χρειάζεται για να μας θυμίζει τη προσευχή και, σαν τέτοιο, είναι μια άγια και θεία παρουσία στη ζωή μας.
Συγκεκριμένα το κομποσκοίνι είναι φτιαγμένο για να κάνουμε την αδιάλειπτη προσευχή
, αυτή που λέγεται αδιάκοπα, σύμφωνα με την προτροπή του αποστόλου Παύλου «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Φυσικά την «ευχή» αυτή μπορούμε να την λέμε και χωρίς κομποσκοίνι, με το νου μας και μάλιστα όσο συχνότερα είναι δυνατό. Η προσευχή, που είναι η συνομιλία με το Θεό, μας χαρίζει ηρεμία, ψυχική γαλήνη και διώχνει το άγχος από τη ζωή μας.
Ε.Λ.

π.Βασίλειος Πραβήτας
Ἕνας Ἀφανής Ἅγιος
​(Ἀρναία)

.          Ὁ μα­κα­ρι­στός π. Βα­σί­λει­ος γεν­νή­θη­κε στίς 14 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 1933 στήν Ἀρ­ναί­α Χαλ­κι­δι­κῆς ἀ­πό τόν Ἀ­να­στά­σιο Πρα­βή­τα καί τήν Ἐ­λευ­θε­ρί­α. Δυ­στυ­χῶς, ὅ­ταν ἦ­ταν δύ­ο ἐ­τῶν ἔ­χα­σε τήν μαν­νού­λα του καί ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός.
          Σέ κεῖ­να τά δύ­σκο­λα χρό­νια τοῦ ’40, ἡ μη­τρυι­ά τοῦ ἦ­ταν φυ­σι­κό νά δεί­χνη ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τά δι­κά της παι­διά κι αὐ­τόν νά τόν πε­ρι­φρο­νῆ. Ὁ ἴ­διος σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή πό­τε δέν ἄ­φη­σε νά φα­νῆ ἡ πα­ρα­μι­κρή πι­κρί­α, τήν ἀ­πο­κα­λοῦ­σε «μη­τέ­ρα» καί τήν φρόν­τι­ζε πάν­τα μέ πε­ρισ­σή φρον­τί­δα καί σε­βα­σμό σάν πραγ­μα­τι­κή του μη­τέ­ρα, τό­σο πού τά παι­διά του δέν κα­τά­λα­βαν ὅ­τι ἦ­ταν μη­τρυι­ά του. Τόν ἴ­διο σε­βα­σμό καί ἀ­γά­πη ἔ­δει­χνε καί στούς γο­νεῖς τῆς πρε­σβυ­τέ­ρας, ἀλ­λά καί σέ κά­θε συ­νάν­θρω­πό του πού τόν πλη­σί­α­ζε.
Ἀ­πό μι­κρός ἀ­γα­ποῦ­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί συμ­με­τεῖ­χε στά κα­τη­χη­τι­κά. Τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ προ­σευ­χή καί ὀ­ πό­θος του ἦ­ταν νά γί­νη ἱ­ε­ρέ­ας, ὅ­ταν με­γα­λώ­ση. Δι­α­κο­νου­σε στό Ἱ­ε­ρό καί βο­η­θοῦ­σε τούς ἱ­ε­ρεῖς, πρός τούς ὁ­ποί­ους ἔ­τρε­φε με­γά­λο σε­βα­σμό. Λό­γῳ τῆς κλή­σε­ώς του γιά τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη σπού­δα­σε στό Ἀ­νώ­τε­ρο Φρον­τι­στή­ριο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἀ­π’ ὅ­που ἀ­πε­φοί­τη­σε τό ἔ­τος 1960. Στά χρό­νια τῶν σπου­δῶν του ἦ­ταν ἐ­πι­με­λής, ὀ­λι­γό­λο­γος καί προ­σε­κτι­κός καί πο­λύ ἀ­γα­πη­τός σέ ὅ­λους. Προ­η­γου­μέ­νως ἔ­κα­νε τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α καί τό ἔ­τος 1960 νυμ­φεύ­θη­κε τήν εὐ­λα­βῆ Ἀ­να­στα­σί­α Κο­τσάνη. Ἦ­ταν ἤ­δη ἕ­τοι­μος καί τυ­πι­κά γιά νά δε­χθῆ τήν χά­ρη τῆς Ἱ­ε­ρω­σύνης.
Χει­ρο­το­νή­θη­κε δι­ά­κο­νος στίς 21 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ ἔ­τους 1960 καί με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες, στίς 12 Μαρ­τί­ου 1961 χει­ρο­το­νή­θη­κε πρε­σβύ­τε­ρος ἀ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ἱ­ε­ρισ­σοῦ κ. Παῦ­λο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἦ­ταν ἡ πρώ­τη χει­ρο­το­νί­α. Ἀ­μέ­σως το­πο­θε­τή­θη­κε ὡς ἐ­φη­μέ­ριος στήν ἐ­νο­ρί­α τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου τοῦ χω­ρι­οῦ Ἅ­γιος Πρό­δρο­μος, γιά μί­α ὁ­λόλη­ρη δε­κα­ε­τί­α.
          Δέν ἀ­δι­α­φο­ροῦ­σε γιά τίς οἰ­κο­γε­νεια­κές του ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἀλ­λά προ­τε­ραι­ό­τη­τα ἔ­δι­νε πάν­τα στήν λει­τουρ­γι­κή ζω­ή καί στήν δι­α­κο­νί­α τοῦ ποι­μνί­ου του. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος, ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­ος ἱ­ε­ρέ­ας (οὔ­τε 30 χρό­νων), καί πα­τέ­ρας ἑ­νός τέ­κνου συ­νέ­βη τό ἑ­ξῆς: Τό βρέ­φος ἀρ­ρώ­στη­σε σο­βα­ρά κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα τῆς Κυ­ρια­κῆς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἦ­ταν ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νά με­τα­φερ­θῆ στήν Θεσ­σα­λο­νίκη. Ἡ πρε­σβυτέ­ρα μέ ἀ­γω­νί­α τόν προ­έ­τρε­πε νά ἐ­πι­σπεύ­ση νά βρῆ αὐ­το­κί­νη­το (δέν ὑπῆρ­χαν τό­τε ταξί στό χω­ριό). Αὐ­τός βλέ­πον­τας ἀ­πό τήν μιά τό βρέ­φος νά χα­ρο­πα­λεύ­η, ἀ­πό τήν ἄλ­λη τήν ὥ­ρα πού πλη­σί­α­ζε νά ξη­με­ρώ­ση καί ἔ­πρε­πε νά λει­τουρ­γή­ση, λέ­ει στήν πρε­σβυ­τέ­ρα: «Ἄν ὁ Θε­ός θέ­λη νά πά­ρη τό παι­δί, ἄς τό πά­ρη, ἐ­γώ δέν ἀ­φή­νω τούς ἐ­νο­ρῖ­τες χω­ρίς θ. Λει­τουρ­γί­α τέ­τοι­α ἡ­μέ­ρα. Ὅ­ταν τε­λειώ­ση ἡ θ. Λει­τουρ­γί­α πη­γαί­νο­με στόν για­τρό». Καί φυ­σι­κά, σ’ αὐ­τή του τήν στα­θε­ρή ἀ­πό­φα­ση, ὁ Θε­ός ἔ­δει­ξε τό ἔ­λε­ός του καί ὁ κίν­δυ­νος ἄρ­χι­σε νά ὑ­πο­χω­ρῆ καί ἡ βελ­τί­ω­ση ἦ­ταν ση­μαν­τι­κή μέ­χρι τό τέ­λος τῆς θ. Λει­τουρ­γί­ας.
          Οἱ ἐ­νο­ρῖ­τες του τόν ἀ­γά­πη­σαν, τόν εὐ­λα­βοῦν­ταν καί τόν ὑ­πά­κου­αν, ἀλ­λά τόν Μάϊ­ο τοῦ 1971 με­τε­τέ­θη στήν Ἀρ­ναία, πρῶ­τα στόν Να­ό τοῦ Ἁ­γίου Στε­φάνου καί ὕ­στε­ρα πά­λι με­τά ἀ­πό μί­α δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που τήν 1η Μαΐ­ου 1982 στόν Να­ό τῶν Ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων, ὅ­που πα­ρέ­μει­νε μέ­χρι τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Στό χρο­νι­κό αὐ­τό δι­ά­στη­μα ὁ π. Βα­σί­λει­ος πῆ­ρε τό πτυ­χί­ο τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς καί τοῦ ἀ­πο­δό­θη­κε τό ὀ­φί­κιο τοῦ πρω­το­πρε­σβυτέ­ρου καί χει­ρο­θε­τήθη­κε Πνευ­μα­τι­κός ἀ­πό τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Ἱ­ε­ρισ­σοῦ κ. Νι­κό­δη­μο.
Ἄρ­χι­σε νά γί­νε­ται γνω­στή ἡ δρά­ση καί ἡ προ­σφο­ρά τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου. Ἔ­κα­νε ἀ­νελ­λι­πῶς ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες καί λει­τουρ­γοῦ­σε τα­κτι­κά. Ἔ­κα­νε Κα­τη­χη­τι­κά στούς νέ­ους, ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­σε καί ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἀρ­ρώ­στους κα­τ’ οἶ­κον γιά εὐ­χή καί πα­ρη­γο­ριά. Τόν πε­ρισ­σό­τε­ρο χρό­νο τῆς ἡ­μέ­ρας μέ­χρι ἀρ­γά τό βρά­δυ πα­ρέ­με­νε στόν Να­ό, συν­τρο­φιά μέ τούς ἀ­γα­πη­μέ­νους του Ἁ­γίους Ἀ­ναρ­γύ­ρους, πρός τούς ὁ­ποί­ους ἔ­κα­νε πα­ρα­κλή­σεις καί προ­σευ­χές γιά ὅ­σους εἶ­χαν ἀ­νάγ­κες καί προ­βλή­μα­τα ὑγείας. Ση­μεί­ω­νε κά­ποι­α θαύ­μα­τα πού γί­νον­ταν χω­ρίς νά ἀ­να­φέ­ρη τήν δι­κή του ἐ­πί­μο­νη προ­σευ­χή.
          Πα­ρ’ ὅ­λες τίς ποι­μαν­τι­κές του φρον­τί­δες καί τά ἱ­ε­ρα­τι­κά του κα­θή­κον­τα πού μέ ζῆ­λο ἀ­σκοῦ­σε ὁ π. Βα­σί­λει­ος, δέν ἀ­με­λοῦ­σε τήν οἰ­κο­γέ­νειά του, τήν πρε­σβυ­τέ­ρα του καί τίς τέσ­σε­ρις κό­ρες του, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων οἱ δύ­ο ἔ­γι­ναν μο­να­χές, καί οἱ ἄλ­λες δύ­ο δη­μι­ούρ­γη­σαν χρι­στι­α­νι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες.
Δι­η­γεῖ­ται ἡ κό­ρη του ἡ μο­να­χή: «Ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε ὅ­λες τίς παι­δι­κές, ἐ­φη­βι­κές, νε­α­νι­κές ἀ­τα­ξί­ες μας μέ μί­α ἀ­πέ­ραν­τη πρα­ό­τη­τα, εὐ­γέ­νεια, γλυ­κύ­τη­τα πού μᾶς ἀ­φό­πλι­ζε καί δέν μᾶς ἄ­φη­νε ὁ τρό­πος αὐ­τός νά συ­νε­χίσω­με τίς πα­ρε­κτρο­πές γιά νά μήν τόν λυ­πή­σω­με. Ἦ­ταν ἀ­πό τήν φύ­ση του ἤ­ρε­μος χα­ρα­κτή­ρας, ἀλ­λά τόν καλ­λι­έρ­γη­σε ἔ­τσι πού μᾶς θύ­μι­ζε τόν πρᾶ­ο καί τα­πει­νόν τῇ καρ­δί­ᾳ Ἰ­η­σοῦν.
        »Ἀν­τι­με­τώ­πι­ζε σχε­δόν μέ τόν ἴ­διο τρό­πο τίς ἀ­δι­κί­ες ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον του - ἀ­να­πό­φευ­κτες στίς ἀν­θρώ­πι­νες κοι­νω­νί­ες - καί τήν ἐ­κτί­μη­ση κά­ποι­ων ἄλ­λων στό πρό­σω­πό του. Ὑ­πο­μο­νε­τι­κός στίς χα­ρές καί στίς λῦ­πες. Συ­χνά ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε: "Νά μήν χαί­ρε­στε καί νά μήν λυ­πᾶ­στε ὑ­περ­βο­λι­κά".
       »Πα­ρ’ ὅ­λο πού δέν ἐ­κτί­μη­σα ἐγ­καί­ρως τόν πλοῦ­το του, ἔνοιω­θα ἀ­πό μι­κρή πε­ρή­φα­νη νά εἶ­μαι κον­τά του. Θυ­μᾶ­μαι, ὅ­ταν μ’ ἔ­παιρ­νε μα­ζί του στήν Θεσ­σα­λο­νίκη, περ­νοῦ­σε ἀ­πό ὅ­λα τά τό­τε γνῶ­στα Χρι­στι­α­νι­κά βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α, για­τί ἦ­ταν ἀ­γα­πη­τός σ’ ὅ­λες τίς Χρι­στι­α­νι­κές Ἀ­δελ­φό­τη­τες, ἀνῆ­κε σ’ ὅ­λες. Ἀ­γό­ρα­ζε εἰ­κο­νί­τσες καί βι­βλί­α νά μοι­ρά­ζη στούς ἐ­νο­ρῖ­τες του, ἐ­νῷ στόν δρό­μο περ­πα­τών­τας ἀ­νά­με­σα σέ ἀ­γνώ­στους, χαι­ρε­τοῦ­σε ὅ­λο τόν κό­σμο μέ μί­α οἰ­κει­ό­τη­τα σάν νά ἦ­ταν ὅ­λοι γνω­στοί του. "Κα­λη­μέ­ρα πα­τρι­ώ­τη", αὐ­τός ἦ­ταν ὁ συ­νη­θι­σμέ­νος χαι­ρε­τι­σμός του».
Τό σπί­τι του ἀ­πό νω­ρίς τό πρω­ί εἶ­χε πολ­λούς ἐ­πι­σκέ­πτες, πού ἔρ­χον­ταν ἀ­πό τά χω­ριά καί τόν πε­ρί­με­ναν νά τε­λειώ­ση τήν ἀ­κο­λου­θί­α στόν Να­ό γιά νά τόν συ­ναν­τή­σουν. Φι­λο­ξε­νοῦ­σε κά­θε πε­ρα­στι­κό πού ξέ­με­νε στό χω­ριό, κλη­ρι­κούς, καί τά παι­διά τῆς Ἀ­θω­νιά­δος, ὅ­ταν πή­γαι­ναν στήν Ἀρ­ναί­α γιά ἐ­ξε­τά­σεις. Ἦ­ταν ἕ­νας οὐ­ρά­νιος ἄν­θρω­πος, εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ γιά τήν Ἀρ­ναία.
         Τυ­πι­κός ἀ­πό καρ­διᾶς στίς κοι­νω­νι­κές του ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ὀ­νο­μα­στι­κές ἑ­ορ­τές καί σέ ὅ­λα τά οἰ­κο­γε­νεια­κά ἐ­πει­σό­δια τῶν ἐ­νο­ρι­τῶν του. Ἡ πα­ρου­σί­α του ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη γι’ αὐ­τόν. Δέν κυ­κλο­φο­ροῦ­σε ποτέ, οὔ­τε μέ­σα στό σπί­τι χω­ρίς τό ζω­στι­κό του, οὔ­τε ἔ­ξω χω­ρίς ρά­σο.Λι­το­δί­αι­τος ὑ­περ­βο­λι­κά. Δέν ἔ­τρω­γε πο­τέ σάν πει­να­σμέ­νος. Πάν­τα ἐ­παι­νοῦ­σε τήν οἰ­κο­δέ­σποι­να γιά τό ὡ­ραῖ­ο φα­γη­τό, ἀλ­λά ἔ­τρω­γε σάν νά ἔ­πρε­πε νά τό κά­νη μέ τήν βί­α, σάν ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὄ­χι για­τί πει­νοῦ­σε καί ἄς ἦ­ταν νη­στι­κός.
         Εἶ­χε μί­α ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­αι­σθη­σί­α μέ τά βι­βλί­α καί κά­θε ἔν­τυ­πο, καί ὁ μο­να­δι­κός λό­γος γιά νά τόν δῆ κά­ποι­ος λυ­πη­μέ­νο καί κά­πως πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο ἦ­ταν ὅ­ταν τοῦ ἀ­να­κά­τευ­αν τά βι­βλί­α του. Τά βι­βλί­α του ἦ­ταν ὅ­λη ἡ πε­ρι­ου­σί­α του. Ἀλ­λά δέν εἶ­χε χρό­νο νά δι­αβά­ση, σχε­δόν τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος, ὅ­ταν ἀρ­γά τό βρα­δύ κα­τέ­φευ­γε σ’ αὐ­τά.
Ὁ γαμ­πρός του Κων­σταν­τῖ­νος Δη­μα­ρᾶς ση­μει­ώ­νει γιά τόν πα­πα-Βα­σί­λη: «Εἶ­χα τήν εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Θε­ό νά ἔ­χω γιά πε­θε­ρό μου τόν π. Βα­σί­λει­ο Πρα­βή­τα, ἕ­ναν ἅ­γιο ἱ­ε­ρέ­α. Ἐ­κεῖ­να πού θυ­μᾶ­μαι ἔν­το­να ἀ­πό τήν ζω­ή του τά λί­γα χρό­νια πού ἀ­ξι­ώ­θη­κα νά ζή­σω μα­ζί του μέ­χρι τήν κοί­μη­σή του στήν εὐ­λο­γη­μέ­νη οἰ­κο­γέ­νειά του, εἶ­ναι τά ἑ­ξῆς:
         «Πρῶ­τον ἡ ὅ­λη του πα­ρου­σί­α πού ἐ­νέ­πνε­ε ἕ­ναν σε­βα­σμό καί μί­α ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια. Συ­νά­μα ἦ­ταν τό­σο προ­σι­τός, ἁ­πλός καί τα­πει­νός. Εἶ­χα τήν ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή πού τόν γνώ­ρι­σα ὅ­τι εἶ­χα ἀ­πέ­ναν­τί μου ἕ­ναν ἅ­γιο ἄν­θρω­πο.
         »Ὅ­ταν ἔμ­παι­νε στό σπί­τι ἔ­φερ­νε μα­ζί του τήν εἰ­ρή­νη τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ πα­ρου­σί­α του σκορ­ποῦ­σε μί­α γα­λή­νη καί χα­ρά ἀ­νε­ξή­γη­τη. Αὐ­τό δέν μπο­ρῶ νά τό πε­ρι­γρά­ψω μέ λό­για, τό ζού­σα­με ὅ­λοι στήν οἰ­κο­γέ­νεια· ἐμ­πει­ρι­κά, βι­ω­μα­τι­κά.
         »Καί ὅ­σες φο­ρές ὑ­πῆρ­χαν προ­στρι­βές, πα­ρε­ξη­γή­σεις μέ τήν γυ­ναῖ­κα μου, καί μό­νο ἡ πα­ρου­σί­α του, τό γλυ­κό του χα­μό­γε­λο, οἱ σο­φές συμ­βου­λές του, ἔ­φερ­ναν ἀ­μέ­σως τήν εἰ­ρή­νη καί λυ­νό­ταν κά­θε πα­ρε­ξή­γη­ση. Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν νά μᾶς ἐ­πι­σκε­φθῆ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἔ­μει­νε πάν­τα μό­νο μί­α-δύ­ο ἡμέ­ρες, ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Χαι­ρό­ταν τά ἐγ­γο­νά­κια του, ἀλ­λά πάν­τα εἶ­χε τόν νοῦ του στήν ἐ­νο­ρί­α του, στούς Ἁ­γίους Ἀ­ναρ­γύ­ρους καί στούς ἐ­νο­ρῖ­τες. Στίς πα­ρα­κλή­σεις μας νά μεί­νη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἀ­παν­τοῦ­σε: "Δέν μπο­ρῶ ν’ ἀ­φή­σω τήν Ἐκ­κλη­σί­α χω­ρίς Ἑ­σπε­ρι­νό, θ. Λει­τουρ­γί­α, οὔ­τε τούς ἀν­θρώ­πους πού μέ ἔ­χουν τό­σο ἀ­νάγ­κη, χω­ρίς ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση". Ὅ­ταν ἔ­κα­νε στό σπί­τι μας τίς Ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ καί τοῦ Ἀ­πο­δεί­πνου, πο­τέ δέν μᾶς πί­ε­ζε γιά ἀ­ναγ­κα­στι­κή συμ­με­το­χή, ἀλ­λά πάν­τα μέ δι­ά­κρι­ση καί ἀ­γά­πη μᾶς ἔ­λε­γε: "Ἐ­γώ θά ἀρ­χί­σω σέ λί­γο τό Ἀ­πό­δει­πνο, ἄν θέ­λε­τε ἐ­λᾶ­τέ νά προ­σευ­χη­θοῦ­με μα­ζί". Φυ­σι­κά προ­στρέ­χα­με μέ χα­ρά, για­τί τό νά προ­σεύ­χε­ται κα­νείς μα­ζί του ἦ­ταν μί­α πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α. Ὅ,τι προ­βλή­μα­τα καί νά εἴ­χα­με, στό τέ­λος ἔ­μει­νε μί­α χα­ρά καί γα­λή­νη ἀ­πε­ρί­γρα­πτη.
        »Ἦ­ταν εὐ­γε­νι­κός μέ μί­α εὐ­γέ­νεια ἀ­λη­θι­νή, πη­γαί­α, ἄ­δο­λη. Ὅ­σες φο­ρές τόν με­τέ­φε­ρα μέ τό αὐ­το­κί­νη­τό μας, πάν­τα μέ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε, λέ­γον­τας: "Εὐχα­ρι­στῶ Κώ­στα, παι­δί μου, πάν­τα κα­λο­τά­ξι­δος". Ἀ­πο­ροῦ­σα, πώς δέν ἐ­ξοι­κει­ω­νό­ταν καί θε­ω­ροῦ­σε τήν πα­ρα­μι­κρή προσφο­ρά ἀ­πό τά παι­διά του πάν­τα ἄ­ξια εὐ­γνω­μο­σύ­νης.
        »Κά­ποι­α φό­ρα πού ἤ­μα­σταν οἱ δυό μας στό αὐ­το­κί­νη­το καί πη­γαί­να­με στόν Ἅ­γιο Πρό­δρο­μο (τήν πρώ­τη του ἐ­νο­ρί­α- ἐ­πει­δή τόν ζη­τοῦ­σαν συ­χνά οἱ ἄν­θρω­ποι, για­τί ἔ­τρε­φαν με­γά­λη ἀ­γά­πη γι’ αὐ­τόν), τόν ρώ­τη­σα τό ἑ­ξῆς: "Πά­τερ, εἴ­χα­τε καμ­μί­α πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α σάν αὐ­τές πού δι­α­βά­ζο­με στά βι­βλί­α, π.χ. κά­ποι­ο ὅ­ρα­μα, ἐ­πί­σκε­ψη Ἁγίων κ.λπ.;". Μοῦ ἀ­πάν­τη­σε: "Ἄς τά ἀ­φήσω­με αὐ­τά Κώ­στα, παι­δί μου, δέν μᾶς ὠ­φε­λοῦν", σκύ­βον­τας ἀ­πό συ­στο­λή τό κε­φά­λι του. Ἤ­μουν σί­γου­ρος ὅ­τι εἶ­χε πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, ἀλ­λά ἀ­πό τήν πολ­λή του τα­πεί­νω­ση δέν ἤ­θε­λε νά ἀ­να­φερ­θῆ κα­θό­λου.
        »Κά­πο­τε ἡ γυ­ναῖ­κα μου (ἡ μι­κρό­τε­ρή του κό­ρη), ἡ Εἰ­ρή­νη, μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­χε μί­α τέ­τοι­α ἐμ­πει­ρί­α. Προ­φα­νῶς γνω­στο­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό κά­ποι­ους προ­σκυ­νη­τές πού εἶ­χαν πά­ει ἀ­πό Ἀρ­ναί­α μα­ζί του ἐκ­δρο­μή στήν Λέ­σβο. Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ ἐ­κεῖ πού λει­τουρ­γοῦ­σε στό προ­σκύ­νη­μα τοῦ Ἅ­γιου Ρα­φα­ήλ τόν ἴ­διο τόν ἅ­γιο Ρα­φα­ήλ. Μά­λι­στα μέ ἁ­πλό­τη­τα ὁ ἴ­διος ρω­τοῦ­σε νά μά­θη ἀ­πό τούς ἄλ­λους πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νους συλ­λει­τουρ­γούς, "πού πῆ­γε ἐ­κεῖ­νος ὁ ἱ­ε­ρέ­ας πού ἦ­ταν μα­ζί τους στό Ἱ­ε­ρό". Ἀ­πό τήν πε­ρι­γρα­φή του κα­τά­λα­βαν πώς ἐ­πρό­κει­το γιά τόν ἅ­γιο Ρα­φα­ήλ.
         »Ἐν­τύ­πω­ση με­γά­λη μοῦ ἔ­κα­νε ἡ ὅ­λη βι­ο­τή του τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή, εἰ­δι­κά τήν Μ. Ἑ­βδο­μά­δα. Ζοῦ­σε πραγ­μα­τι­κά τά Πά­θη τοῦ Κυρίου. Ἦ­ταν συγ­κλο­νι­σμέ­νος, κα­τα­βε­βλη­μέ­νος, δέν εἶ­χε δι­ά­θε­ση, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι νά πι­ῆ οὔ­τε λί­γο τσάϊ μέ δύ­ο πα­ξι­μά­δια πού τοῦ προ­σφέ­ρα­με γιά νά το­νω­θῆ. Μό­νος του ἔ­βγα­ζε τίς πο­λύ­ω­ρες ἀ­κο­λου­θί­ες, κά­ποι­ες φο­ρές ἐρ­χό­ταν καί τόν βο­η­θοῦ­σε ὁ π. Χρυ­σό­στο­μος Μαϊδώ­νης. Τήν Μ. Πα­ρα­σκευ­ή κο­βό­ταν ἡ φω­νή του ἀ­πό τήν συγ­κί­νη­ση, στήν Ἀ­πο­κα­θή­λω­ση πάν­τα ἔ­κλαι­γε. Ὅ­λα αὐ­τά τά φο­βε­ρά γε­γο­νό­τα τά ζοῦ­σε. Τήν ἴ­δια συγ­κί­νη­ση με­τέ­φε­ρε καί στούς πα­ρευ­ρι­σκο­μένους, γι’ αὐ­τό πολ­λοί ἔ­κλαι­γαν.
        Ἦταν πο­λύ­ λι­το­δί­αι­τος. Ἀ­κό­μη καί στίς κα­τα­λύ­σι­μες ἡ­μέ­ρες ἔ­τρω­γε πάν­τα πο­λύ λί­γο. Ὅ­σο καί νά τόν πί­ε­ζε κά­ποι­ες φο­ρές ὁ ἄλ­λος ὁ γαμ­πρός του ὁ Νί­κος, σάν για­τρός, νά φά­η λί­γο πα­ρα­πά­νω γιά τήν ὑ­γεί­α του, αὐ­τός εὐ­γε­νι­κά ἀρ­νι­ό­ταν, λέ­γον­τας: "Ἔ, ὅ­ταν ἤ­μουν πιό νέ­ος σάν καί ἐ­σᾶς, ἔ­τρω­γα πιό πο­λύ". Φυ­σι­κά ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα, μᾶς ἔ­λε­γε: "Πάν­τα ἔ­τσι ἦ­ταν λι­το­δί­αι­τος".
         »Μί­α φο­ρά πού ἤ­μα­σταν Πά­σχα ὅ­λοι μα­ζί, παι­διά καί ἐγ­γό­νια στό πα­σχα­λι­νό τρα­πέ­ζι (ὅ­που πάν­τα ἔ­βα­ζε Δη­μο­τι­κά πα­ρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια γιά τήν χα­ρά τῆς ἡ­μέ­ρας), πῆ­ρε κά­ποι­ος τη­λέ­φω­νο τόν π. Βα­σί­λει­ο γιά κά­ποι­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη. Ὅ­λοι ἐ­πι­μέ­να­με ν’ ἀρ­νη­θῆ, για­τί δι­και­οῦ­το καί αὐ­τός τέ­τοι­α ἡ­μέ­ρα νά χα­ρῆ τήν οἰ­κο­γέ­νειά του καί νά ξε­κου­ρα­στῆ με­τά ἀ­πό τό­σες Ἀ­κο­λου­θί­ες. Νά πά­η κά­ποι­α ἄλ­λη ἡ­μέρα. Ἐ­κεῖ­νος μέ τό μει­λί­χιο χα­μό­γε­λό του, μᾶς ἀ­πάν­τη­σε: "Πρέ­πει ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας πάν­τα νά τρέ­χη σ’ αὐ­τούς πού ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη". Ἀ­μέ­σως μό­λις τε­λεί­ω­σε τό γεῦ­μα, μές στό με­ση­μέ­ρι, ση­κώ­θη­κε καί πῆ­γε στόν ἄν­θρω­πο πού τόν εἶ­χε κα­λέ­σει.
         Εἶ­χε πο­λύ με­γά­λη ἀ­γά­πη γιά ὅ­λους τούς Ἁ­γίους. Ἰ­δι­αί­τε­ρα εὐ­λα­βεῖτο τήν Πα­να­γί­α, τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί τούς ἁ­γίους Ἀ­ναρ­γύ­ρους πού ἦ­ταν ἡ ἐ­νο­ρί­α του. Ἡ πε­θε­ρά μου ἔ­λε­γε ὅ­τι πολ­λά θαύ­μα­τα ἔ­γι­ναν μέ τήν χά­ρη τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων. Ἐγώ ἤ­μουν σί­γου­ρος ὅ­τι βο­η­θοῦ­σε πο­λύ καί ἡ ἔμ­πο­νη προ­σευ­χή τοῦ πε­θε­ροῦ μου.
        »Μί­α φό­ρα εἴ­χα­με πά­ει τήν θαυ­μα­τουρ­γή εἰ­κό­να τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων στό μο­να­στῆ­ρι τοῦ Τιμίου Προ­δρό­μου στήν Με­τα­μόρ­φω­ση Χαλ­κι­δι­κῆς, ὅ­που ἐ­κεῖ εἶ­ναι μο­να­χή ἡ με­γα­λύ­τε­ρη κό­ρη του, ἡ Παϊ­σία. Γιά κά­ποι­ο λό­γο ὁ με­γα­λύ­τε­ρος γυι­ός μου ὁ Δη­μή­τρης, εἶ­χε βγά­λει ξαφ­νι­κά σπυ­ριά σ’ ὅ­λο του τό σῶ­μα καί μᾶς ἀ­νη­σύ­χη­σαν πο­λύ. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος μέ πο­λύ σε­βα­σμό καί πί­στη, ἔ­δω­σε στόν μι­κρό Δη­μη­τρά­κη τήν εἰ­κό­να νά τήν κρατή­ση στήν ἐ­πι­στρο­φή μας ἀ­πό τό Μο­να­στῆ­ρι στήν Ἀρ­ναί­α. Λί­γο πρίν φθάσω­με στήν Ἀρ­ναί­α, τά σπυ­ριά εἶ­χαν ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ ὅ­λα.
         Ἡ προ­σευ­χή του ἔ­κα­νε θαύ­μα­τα. Μοῦ εἶ­χε πῆ ἡ σύ­ζυ­γός μου γιά κά­ποι­α για­τρό ἀ­πό τήν Ἀ­θήνα πού τόν πα­ρα­κά­λε­σε (ἦ­ταν ἐν ζω­ῇ ἀ­κό­μη), νά προ­σευ­χη­θῆ νά τῆς χα­ρί­ση ὁ Θε­ός παι­διά, για­τί μέ­χρι τό­τε προ­φα­νῶς γιά κά­ποι­ο λό­γο δέν μπο­ροῦ­σε νά τε­κνοποι­ήση. "Θά προ­σευ­χη­θῶ, κυ­ρία Γί­τσα, μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι". Λί­γο και­ρό ἀρ­γό­τε­ρα εἶ­δε σέ ὄ­νει­ρο τόν π. Βα­σί­λει­ο νά κρα­τά­η δύ­ο παι­δά­κια, ἕ­να ἀ­γό­ρι καί ἕ­να κο­ρί­τσι καί νά τῆς τά δί­νη, λέ­γον­τας: «Πάρ­τα, εἶ­ναι δι­κά σου". Πράγ­μα­τι ὕ­στε­ρα ἀ­πό λί­γο και­ρό ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά κά­νη δύ­ο παι­δά­κια, ἕ­να ἀ­γό­ρι καί ἕ­να κο­ρί­τσι. Πάν­τα αὐ­τή ἡ οἰ­κο­γέ­νεια καί με­τά τήν κοί­μη­σή του ἐρ­χό­με­νοι στήν Ἀρ­ναία περ­νοῦ­σαν ἀ­πό τό σπί­τι του νά δοῦν τήν πρε­σβυ­τέ­ρα, ἀλ­λά νά προ­σκυ­νή­σουν καί τόν τά­φο τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου.
        »Λί­γα χρό­νια με­τά τήν κοί­μη­σή του, κα­λο­καῖ­ρι, ἤ­μα­σταν ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι του ἐ­γώ, ἡ γυ­ναῖ­κα μου καί τά παι­διά μου. Σέ λί­γο ἔρ­χε­ται ἕ­νας κύ­ριος γύ­ρω στά 40, καί μᾶς λέ­ει: "Θά ἤ­θε­λα νά δῶ τόν π. Βα­σί­λει­ο". Τοῦ εἴ­πα­με ὅ­τι ἔ­χει κοι­μη­θῆ ἐ­δῶ καί λί­γα χρό­νια. Τό­τε αὐ­τός συγ­κι­νη­μέ­νος ἄρ­χι­σε νά μᾶς δι­η­γῆ­ται τά ἑ­ξῆς: "Εἶ­μαι ἀ­πό τήν Θεσ­σα­λο­νίκη καί ἤ­μουν πο­δη­λάτης. Κά­πο­τε εἶ­χα ξε­κι­νή­σει ἀ­πό τήν Θεσ­σα­λο­νίκη μέ τό πο­δή­λα­τό μου, κα­τε­βαί­νον­τας τόν Χο­λο­μῶν­τα, νυ­χτώ­θη­κα καί πῆ­γα στήν Ἀρ­ναί­α. Ἦ­ταν φθι­νό­πω­ρο πρός χει­μῶ­να καί σκο­τείνι­α­ζε νω­ρίς. Εἶ­δα φῶς στόν Να­ό τῶν Ἁ­γίων Ἀ­ναρ­γύ­ρων καί εἶπα νά μπῶ μέ­σα. Εὐ­ρι­σκό­με­νος ἀ­κό­μη στήν αὐ­λή τοῦ να­οῦ, ἄ­νοι­ξε ἡ πόρ­τα τοῦ να­οῦ καί βγῆ­κε ἔ­ξω ὁ π. Βα­σί­λει­ος. Πρώ­τη φό­ρα τόν ἔ­βλε­πα, πρώ­τη φό­ρα μ’ ἔ­βλε­πε καί ἐ­κεῖ­νος. Τό­τε ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος σ’ ἐμέ­να, μοῦ εἶ­πε: 'Καλῶς τόν Στέ­φα­νο, ἔ­λα, θά εἶ­σαι καί κου­ρα­σμέ­νος πο­λύ. Ἔ­λα στό σπί­τι μου νά φᾶς, νά ξε­κου­ρα­σθῆς καί αὔ­ριο φεύ­γει­ς’. Ἔ­μει­να ἄ­ναυ­δος". Ἡ συγ­κί­νη­σή μας ἀ­πό τήν δι­ή­γη­σή του ἦ­ταν με­γά­λη.
         »Ὁ π. Βα­σί­λει­ος εἶ­χε καί δι­ο­ρα­τι­κό χά­ρι­σμα. Αὐ­τό τό συν­διά­ζω καί μέ ἕ­να ἄλ­λο γε­γο­νός πού συ­νέ­βη σ’ ἐ­μένα. Κά­πο­τε φεύ­γον­τας ἀ­πό τό σπί­τι μου στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί ἐρ­χό­με­νος στήν Ἀρ­ναία, ὅπου ἦ­ταν ἡ οἰ­κο­γέ­νειά μου, νο­μί­ζω ἦ­ταν πε­ρί­ο­δος Χρι­στου­γέν­νων, μοῦ ἦρ­θε ὁ ἑ­ξῆς λο­γι­σμός ὅ­τι εἶ­χα ξε­χά­σει τό μά­τι τῆς κου­ζί­νας ἀ­νοι­χτό, με­τά τόν κα­φέ πού εἶ­χα ἑ­τοι­μά­σει νά πι­ῶ. Ἦ­ταν ἔν­το­νος, συ­νεχής, ἐ­πί­μο­νος καί ἤ­θε­λα νά γυ­ρί­σω πί­σω στήν Θεσ­σα­λο­νίκη νά μήν πά­ρω­με φω­τιά. Εἶ­πα τόν λο­γι­σμό στόν πε­θε­ρό μου. Αὐ­τός ἀ­φοῦ σι­ώ­πη­σε γιά λί­γο (προ­φα­νῶς προ­σευ­χό­ταν), μοῦ εἶ­πε: "Μήν ἀ­νη­συ­χῆς, εἶ­ναι τοῦ πο­νη­ροῦ γιά νά σοῦ φέ­ρη ἀ­νη­συ­χί­α. Τό μά­τι τό ἔ­χεις κλεί­σει, ἡ­σύ­χα­σε". Τό εἶ­πε μέ τό­ση σι­γου­ριά, σάν νά ἦ­ταν ἐ­κεῖ ὁ ἴ­διος πα­ρών. Τό­τε φυ­σι­κά ἡ­σύ­χα­σα, για­τί ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή κα­τά­λα­βα, ἄν καί δέν τό ἄ­ξι­ζα, πώς ἔ­χω ἕ­ναν ἅ­γιο γιά πε­θε­ρό. Δέν πῆ­γα στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη καί φυ­σι­κά δέν εἶ­χα ἀ­φή­σει ἀ­ναμ­μέ­νο τό μά­τι, ὅ­πως νό­μι­ζα.
        »Θά ἤ­θε­λα ἐ­πί­σης ν’ ἀ­να­φέ­ρω ἕ­να γε­γο­νός πού μοῦ εἶ­χε κά­νει βα­θειά ἐν­τύ­πω­ση. Αὐ­τό μοῦ τό εἶ­πε ἡ σύ­ζυ­γός μου καί θά εἶ­ναι πάν­τα ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στήν δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση τῶν παι­δι­ῶν μας. Ἡ γυ­ναῖ­κα μου στήν ἐ­φη­βεί­α της γύ­ρω στά 15-16 εἶ­χε ἀρ­γή­σει κά­ποι­α φό­ρα νά γυ­ρί­ση σπί­τι. Ἡ πε­θε­ρά μου τήν μά­λω­σε ἔν­το­να καί τῆς εἶ­πε ὅ­τι μέ τήν συμ­πε­ρι­φο­ρά της προ­σβάλ­λει τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη ἔν­τα­ση ἐκ μέ­ρους τῆς μη­τέ­ρας της. Ὁ π. Βα­σί­λει­ος πα­ρί­στα­το σι­ω­πη­λός καί θλιμ­μέ­νος. Τῆς εἶ­πε μό­νο: "Ἡ­σύ­χα­σε καί προ­σπά­θη­σε νά προ­σευ­χη­θῆς". Ἡ Εἰ­ρή­νη λυ­πού­με­νη πού τούς στε­νο­χώ­ρη­σε, κλεί­στη­κε στό δω­μά­τιό της πε­ρι­μέ­νον­τας νά τήν μα­λώ­ση καί ὁ πα­πα-Βα­σί­λης. Πέ­ρα­σαν δύ­ο ἡ­μέ­ρες, στίς ὁ­ποῖ­ες ἡ μη­τέ­ρα της συ­νε­χῶς τῆς ὑ­πεν­θύ­μι­ζε μέ ἔν­τα­ση τό ἀ­τό­πη­μά της. Στό τέ­λος τῆς δεύ­τε­ρης ἡ­μέ­ρας ὁ π. Βα­σί­λει­ος τῆς χτύ­πη­σε τήν πόρ­τα δι­α­κρι­τι­κά καί ζή­τη­σε, ἄν θέ­λη, νά μι­λή­σουν. Μέ φω­νή ἀλ­λοι­ω­μέ­νη ἀ­πό τήν λύ­πη του, τῆς ἐ­ξή­γη­σε τό λά­θος της. Στό τέ­λος ἔ­φθα­σαν καί οἱ δυό νά κλαῖ­νε μα­ζί. Αὐ­τό ἦ­ταν κα­θο­ρι­στι­κό γιά τήν μελ­λον­τι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Οὔ­τε κἄν τήν μά­λω­σε. Μα­κρο­θυ­μί­α, ἐ­πι­εί­κεια, ἀ­γά­πη, σο­φί­α, ὅ­λα μα­ζί συ­νο­δευ­ό­με­να ἀ­πό μί­α ἀ­έ­να­η προ­σευ­χή.
         »Αὐ­τή ἡ μορ­φή, ἡ τό­σο σε­βά­σμια, ἔ­κρυ­βε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο τρυ­φε­ρό καί εὐ­αί­σθη­το, ἕ­ναν ἄν­θρω­πο μέ ἄ­δο­λη παι­δι­κή ψυ­χή. Θυ­μᾶ­μαι πό­σο τρυ­φε­ρός γι­νό­ταν μέ τά ἐγ­γο­νά­κια του καί γε­νι­κά μέ ὅ­λα τά παι­διά. Ὅ­ταν πη­γαί­να­με ἐκ­δρο­μές (ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα τήν ἐ­ξο­χή), πη­γαί­να­με στά ἐ­ξωκ­κλήσια τῆς ἁγίας Πα­ρα­σκευ­ῆς καί τοῦ ἁ­γίου Μο­δέ­στου. Μά­ζευ­ε λου­λου­δά­κια, πού τό­σο τοῦ ἄ­ρε­σαν, μα­ζί μέ τά ἐγ­γο­νά­κια του. Τό­τε ἔ­λε­γε τρα­γου­δά­κια χρι­στι­α­νι­κά καί ἄλ­λα ὄ­μορ­φα παι­δι­κά ποι­ή­μα­τα. Ἰ­δι­αί­τε­ρα τοῦ ἄ­ρε­σε τό "Σπί­νε, μ’ ἀ­ρέ­σει τό λά­λη­μά σου". Ἦ­ταν ἴ­σως ἀ­πό τίς πιό ὄ­μορ­φες καί τρυ­φε­ρές εἰ­κό­νες πού θά μοῦ μεί­νουν ἀ­ξέ­χα­στες. Πολ­λές φο­ρές ὁ ἴ­διος ἔ­παιρ­νε τό μπιμ­πε­ρό γιά νά ταΐ­ση κά­ποι­ο ἐγ­γο­νά­κι του, "νά ξε­κου­ρά­ση λί­γο καί τίς μαν­νοῦ­λες", ὅ­πως μᾶς ἔ­λε­γε.
        »Ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Κά­ποι­ο κα­λο­καῖ­ρι ἤ­μα­σταν μα­ζί στήν αὐ­λή τῶν Ἁ­γίων Ἀ­ναρ­γύρων. Ἦρ­θε κά­ποι­ος ἀλ­λο­δα­πός καί ζή­τη­σε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Μέ ρώ­τη­σε: "Κώστα, πό­σα νά τοῦ δώ­σω­με;". "Δέν ξέ­ρω, πά­τερ, νο­μί­ζω 50 ἤ 100 δρχ. κα­λά εἶ­ναι" (τό­τε δέν εἴ­χα­με εὐ­ρώ). Ἔ­βγα­λε καί τοῦ ἔ­δω­σε 1.000 δρχ., λέ­γον­τας: "Ἦρ­θε στήν αὐ­λή τοῦ Να­οῦ καί ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πραγ­μα­τι­κά". Δέν εἶ­πα τί­πο­τα, θαυ­μά­ζον­τας τήν γεν­ναι­ο­δω­ρί­α του. Ἐ­πί­σης θυ­μή­θη­κα τήν πρε­σβυ­τέ­ρα πού τόν μά­λω­νε γιά τήν ἁ­πλο­χε­ριά του, καί ἔ­λε­γε: "Ἄχ, ἄν δέν ἔ­κα­να ἐ­γώ τά κου­μάν­τα μου, ὁ πα­πα-Βα­σί­λης δέν θά μᾶς εἶ­χε ἀ­φή­σει τί­πο­τα". Αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, δι­ό­τι καί τό σπί­τι του ἦ­ταν ἴ­σως ἀ­πό τά πιό φτω­χι­κά τῆς Ἀρ­ναί­ας. Ἔ­γω ὅ­μως τό θε­ω­ροῦ­σα ὡς τό πλου­σι­ώτε­ρο πα­λά­τι, για­τί σ’ αὐ­τό ζοῦ­σε ἐ­κεῖ­νος. Σ’ ἐ­κεῖ­νο τό σπί­τι εἶ­χαν φι­λο­ξε­νη­θῆ πάμ­πολ­λοι ἄν­θρω­ποι. Ἡ­γού­με­νοι, μο­να­χοί, λαϊκοί, κα­θη­γη­τές Πα­νε­πι­στη­μί­ου, φτω­χοί, πλού­σιοι καί ὅ­λοι ἔ­φευ­γαν ἀ­να­παυ­μέ­νοι. Τε­λευ­ταί­α εἶ­χα γνω­ρί­σει τόν Πνευ­μα­τι­κό πά­τε­ρα τῆς Ι. Μ. Ἁ­γίου Παν­τε­λε­ή­μο­νος Χρυ­σο­κά­στρου Κα­βά­λας, π. Φί­λιπ­πο. Ὅ­ταν τοῦ εἶ­πα ὅ­τι ἤ­μουν γαμ­πρός τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου, εἶ­πε: "Τί λές, βρέ παι­δί μου! νά ’­ξε­ρες τί πε­θε­ρό εἶ­χες, φι­λο­ξε­νή­θη­κα στό σπί­τι του, πολ­λή ἀ­γά­πη, ἀ­βρα­μιαία φι­λο­ξε­νί­α".
        »Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος τῆς προ­σευ­χῆς. Θυ­μᾶ­μαι ὅ­τι τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες τῆς ἡ­μέ­ρας τίς περ­νοῦ­σε στόν Να­ό. Ἐρ­χό­ταν πάν­τα ἀρ­γά στό σπί­τι, ἄλ­λος ἕ­νας λό­γος γιά νά δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται λί­γο ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα, ἐ­πει­δή νοι­α­ζό­ταν γιά τήν ὑ­γεί­α του. Δέν ἤ­ξε­ρε ἀ­πό ἀ­νά­παυ­ση. Μνη­μό­νευ­ε χι­λιά­δες ὀ­νό­μα­τα κα­θη­με­ρι­νά. Ὅ­ποι­ος τοῦ ζη­τοῦ­σε νά προ­σευ­χη­θῆ γι’ αὐ­τόν, ση­μεί­ω­νε τ’ ὄ­νο­μά του, δέν τό ξε­χνοῦ­σε. Ἀλ­λά καί ὁ ἴ­διος ὅ­ταν γνώ­ρι­ζε κά­ποι­ον καί θε­ω­ροῦ­σε ὅ­τι εἶ­χε ἀ­νάγ­κη, μό­νος του ζη­τοῦ­σε τ’ ὄ­νο­μά του νά τόν μνη­μο­νεύ­η.
       «Θυ­μᾶ­μαι ἐ­πί­σης κά­ποι­α φο­ρά μπῆ­κα σ’ ἕ­να δω­μά­τιο τοῦ σπι­τιοῦ του (ὄ­χι στό δι­κό του), χω­ρίς νά ξέ­ρω ὅ­τι ἦ­ταν μέ­σα. Προ­σευ­χό­ταν, δι­ά­βα­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς θ. Με­τα­λή­ψε­ως, ὅ­πως ἔ­κα­νε πάν­τα ὅ­ταν θά εἶ­χε θ. Λει­τουρ­γί­α. Τόν εἶ­δα μέ­σα σ’ ἕ­να φῶς. Αἰ­σθάν­θη­κα δέ­ος. Δέν μπό­ρε­σα ν’ ἀρ­θρώ­σω λέ­ξη. Ἦ­ταν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κά δο­σμέ­νος στήν προ­σευ­χή. Μί­α εἰ­κό­να πού θά μοῦ μεί­νη ἀ­ξέ­χα­στη.
»Δέν κα­τέ­κρι­νε ποτέ κα­νέ­ναν. Ἐ­γώ μέ τόν σύγ­γαμ­προ μου τόν Νί­κο, κά­ποι­ες φο­ρές θυ­μώ­να­με, ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τούς πο­λι­τι­κούς, πού δι­έ­κειν­το ἐ­χθρι­κῶς πρός τήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τούς κα­τα­κρί­να­με ἔν­το­να. Αὐ­τός δέν κα­τέ­κρι­νε ποτέ. Ἔ­λε­γε: "Ἄς κα­νω­με κα­λύ­τε­ρα προ­σευ­χή νά τούς φωτίση ὁ Θε­ός". Τό χει­ρό­τε­ρο πού θά ἔ­λε­γε γιά κά­ποι­ον, ἦ­ταν: "Ἔ, εἶ­ναι λί­γο πα­ρά­ξε­νος, ἀ­πρό­σε­κτος". Τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο.
       »Ὁ π. Βα­σί­λει­ος εἶ­χε πολ­λή σο­φί­α. Ἔ­δι­νε σο­φές συμ­βου­λές καί νου­θε­σί­ες. Θυ­μᾶ­μαι κά­ποι­ες ἀ­πό αὐ­τές:
  • Νά ἀ­γα­πᾶ­τε τόν Θε­ό, τήν Πα­να­γί­α, τούς Ἁ­γίους.
  • Νά ἔ­χε­τε εὐ­λά­βεια.
  • Νά προ­σεύ­χε­σθε πρίν μι­λή­σε­τε, εἰ­δι­κά ὅ­ταν εἶ­στε θυ­μω­μέ­νοι.
  • Νά τρῶ­τε τό­σο, ὥ­στε ἄν τυ­χόν σᾶς κα­λέ­σουν κά­που, νά μπο­ρῆ­τε νά ξα­να­φᾶ­τε ἔ­στω καί λί­γο.
  • Νά μήν κρί­νε­τε, οὔ­τε νά βι­ά­ζε­σθε στίς κρί­σεις σας γιά τούς ἀν­θρώ­πους (εἴ­τε θε­τι­κά, εἴ­τε ἀρ­νη­τι­κά).
  • Νά ἔ­χε­τε ὑ­πο­μο­νή.
  • Οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι φί­λοι μας, συμ­πα­ρα­στά­τες μας στήν ζω­ή.
  • Νά εἶ­στε ἀ­γα­πη­μέ­να τά ἀν­δρό­γυ­να.
  • Νά συγ­χω­ρῆ­τε, νά ἐκ­κλη­σι­ά­ζε­σθε τα­κτι­κά, νά κοι­νω­νῆ­τε.
         »Εἶ­ναι πο­λύ λί­γα αὐ­τά γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ π. Βα­σι­λεί­ου. Μό­νο ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει τούς ἀ­γῶ­νες καί τούς κό­πους του, ἐ­μεῖς ἐ­λά­χι­στα. Ἴ­σως καί ἀ­πό τήν ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μα­ζί του, νά μήν ἐ­κτι­μού­σα­με καί τό­σο τόν θη­σαυ­ρό πού εἴ­χα­με. Ἄς μᾶς συγ­χω­ρῆ καί νά μᾶς εὐ­λο­γῆ».
         Τόν ἄ­ξιο λει­τουρ­γό τοῦ Ὑψί­στου, τόν εὐ­λα­βε­στα­το πα­πα-Βα­σί­λη, τόν βά­ρυ­ναν ἤ­δη ὁ κό­πος καί οἱ φρον­τί­δες γιά τό ποί­μνιό του πού μέ χα­ρά καί αὐ­τα­πάρ­νη­ση δι­α­κο­νοῦσε. Ἦρ­θαν ὅ­μως καί πει­ρα­σμοί καί στε­νο­χώ­ρι­ες πού κα­τέ­βα­λαν τήν εὐ­αί­σθη­τη καρ­διά του. Ἔ­πρε­πε νά γί­νουν ἔρ­γα ἀ­ναι­και­νι­στι­κά στόν Να­ό καί ἐ­νε­πλά­κη καί ἡ Ἐ­φο­ρί­α Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἀρ­χαι­ο­τή­των. Στα­μά­τη­σαν οἱ ἐρ­γα­σί­ες, ὁ Να­ός ἔ­μει­νε γιά ἕ­να χρό­νο ξε­σκέ­πα­στος καί ὁ πα­πα-Βα­σί­λης μα­ζί μέ τούς Ἐ­πι­τρό­πους ἦ­ταν κα­τη­γο­ρού­με­νοι. Ἔ­κλαι­γε καί πο­νοῦ­σε, ὄ­χι για­τί τόν κα­τη­γο­ροῦ­σαν, ἀλ­λά για­τί δέν μπο­ροῦ­σε νά τε­λειώ­ση τά ἔρ­γα στόν Να­ό. Αὐ­τή τήν πε­ρι­πέ­τεια δέν τήν ἄν­τε­ξε. Στίς 28 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1999 κοι­μή­θη­κε ἀ­πό ἀ­να­κο­πή καρ­διᾶς στό πε­ζο­δρό­μιο ἐ­πί τῆς Τσι­μι­σκή, μπρο­στά στό σπί­τι τῆς κό­ρης του Ἑ­λέ­νης. Τήν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς ἡ­μέ­ρα πού ἐγ­κρί­θη­κε ἡ συ­νέ­χι­ση τῶν ἔρ­γων τοῦ Να­οῦ.
        Ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ π. Βα­σί­λει­ος, ὁ γαμ­πρός του ὁ Νί­κος, πού σάν για­τρός εἶ­χε πα­ρευ­ρεθῆ στό νε­κρο­το­μεῖ­ο καί συμ­μετεῖχε στήν προ­ε­τοι­μα­σί­α γιά τήν τα­φή του, ἔ­λε­γε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ἔ­χεις δή τήν εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γίου Ὀ­νου­φρίου ἡ τοῦ ἁ­γίου Πέ­τρου τοῦ Ἀ­θω­νί­του; Ἔ­τσι ἦ­ταν ὁ π. Βα­σί­λει­ος. Λι­πό­σαρ­κος, μό­νο κόκ­κα­λα. Τό­σο ἀ­σκη­τι­κός».
        Τήν εὐ­χή του νά ἔχω­με. Ἀ­μήν.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Ο  Π Α Σ Χ Α Λ Ι Ν Ο Σ  Α Μ Ν Ο Σ

Picture
   ​                                 Ἑρμηνεία τῶν ὕμνων +Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου[1]
 
  Σωτῆρα  μου, Ἐσύ, πού εἶσαι τό πλήρωμα τῆς ζωῆς πού δέν μποροῦσε κανείς νά σέ θανατώσει, πρόσφερες μέ τή θέληση Σου τόν ἴδιο Του ἑαυτό Σου σάν θυσία στόν Πατέρα∙ ἀφοῦ δέ ἔπραξες αὐτό, ὅταν ἀναστήθηκες ἀπό τόν  τάφο, ἀνέστησες μαζί Σου καί Τόν Ἀδάμ, καθώς καί ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος ἀπό αὐτόν καταγόμενο, σάν Θεός παντοδύναμος πού εἶσαι.[2]
                              ***
    Ὁ Κύριος, πού δοξολογεῖται ἀπό μᾶς σάν ἡ κορώνα τῆς τελειότητας, κατέχει κάθε ἀγαθωσύνη, καί εἶναι ὁ πασχάλιος Ἀμνός, πού καθαρίζει μέ τό Αἷμα Του τίς ἁμαρτίες μας, θυσιάσθηκε μέ τήν θέληση Του γιά τήν σωτηρία ὅλων, ὅπως θυσιάσθηκε στήν παλιά ἐποχή ἀπό τούς Ἑβραίους στήν Αἴγυπτο ὁ ἑνός ἔτους ἀμνός. Καί πάλι δέ μετά τήν θυσία Του ἔλαμψε γιά μᾶς, ἀναστήθηκε ἀπό Τόν τάφο, σάν Ἥλιος δικαιοσύνης, γεμάτος ἀπό ὀμορφιά.[3]
                                                                                                            ***
   Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος πασχάλιος Ἀμνός, τό σφάγιο πού θυσιάσθηκε γιά τή ζωή καί σωτηρία Του κόσμου, ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ πού ἐξαφανίζει μέ τό Αἷμα Του τήν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου.[4]
                                                                                                           ***
   Ὦ ψυχή μου, δόξασε μέ μεγάλη δόξα τήν δύναμη καί τήν ἐξουσία τῆς Τρισυπόστατης Θεότητας, πού εἶναι μιά καί ἀδιαίρετη κατά τήν Οὐσία. Ὦ Χριστέ, πού εἶσαι τό μέγα καί ἱερώτατο πασχαλινό σφάγιο ἀντικατέστησες τό τυπικό καί συμβολικό πασχαλινό ἀμνό τῆς Π. Διαθήκης· ὦ Χριστέ, πού εἶσαι ἡ Σοφία καί ὁ Λόγος καί ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀξίωσέ μας νά Σέ ἀπολαύσουμε, στήν ἀνέσπερη καί ἀτέλειωτη ἐκείνη μέρα τῆς οὐράνιας Βασιλείας Σου, κατά τρόπο τελειότερο καί φανερώτερο ἀπό ὅτι Σέ ἀπολαμβάνουμε στή Θ. Εὐχαριστία.[5]
                                                                                                          ***
    Ἱερός πασχαλινός Ἀμνός ἔχει παρουσιασθεῖ σήμερα γιά χάρι μας! Πασχαλινός Ἀμνός νέος, ἅγιος· πασχαλινός Ἀμνός μυστικός καί ἄγνωστος στούς πολλούς· πασχαλινός Ἀμνός ἄξιος ἄπειρου σεβασμοῦ∙ πασχαλινός Ἀμνός, πού εἶναι ὁ  Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής∙ πασχαλινός Ἀμνός ἀπαλλαγμένος ἀπό ὁποιοδήποτε ἐλάττωμα∙ πασχαλινός Ἀμνός μεγάλης, ἀνεκτιμήτης ἀξίας∙ πασχαλινός Ἀμνός πού αὐτοπροσφέρεται σάν βρώση στούς πιστούς∙ πασχαλινός Ἀμνός πού μέ τήν θυσία Του ἄνοιξε σέ μᾶς τίς πῦλες τοῦ Παραδείσου∙ πασχαλινός Ἀμνός πού ἁγιάζει ὅλους τούς πιστούς.[6]
                                                                                                        ***
    Ὅπως ὁ ἀμνός πού κατ’ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, θυσίασαν οἱ Ἑβραῖοι τήν παραμονή τῆς ἐξόδου τους ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἦταν ἀρσενικός, ἄμωμος καί τέλειος, χωρίς σωματικό ἐλάττωμα καί κανονικά ἀνεπτυγμένος, συμβόλιζε τόν Χριστό, πού εἶναι τό δικό μας πασχάλιο πρόβατο τό θυσιασμένο γιά τή σωτηρία μας ἀπό τήν ἁμαρτία, ἦταν ἀρσενικός καί μάλιστα ἁγιασμένος, δηλαδή ἀφιερωμένος στόν Θεό, σύμφωνα μέ τόν Μωσαϊκό Νόμο, γιατί σάν πρωτότοκος ἄνοιξε τήν παρθενική μήτρα τῆς Μητέρας Του· ὀνομάζεται δέ καί Ἀμνός, ἐπειδή τρώγεται στό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας, καθώς καί ἄμωμος, ἐπειδή εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό ὁποιαδήποτε ἡθική κηλίδα εἶναι δηλαδή ἀναμάρτητος· ἐπειδή δέ εἶναι καί Θεός ἀληθινός, ὀνομάζεται καί τέλειος.[7]

                                                                                                                                                 Ἐπιμέλεια + Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης



ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Η  Π Α Ν Α Γ Ι Α  Τ Η Σ  Α Ν Α Σ Τ Α Σ Η Σ

Picture
                                                      Ἑρμηνεία τῶν ὕμνων +Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωρόπουλου[1]
​

     Ὁ  Ἄγγελος ἔλεγε μεγαλόφωνα στήν Θεοτόκο· ἁγνή Παρθένε, χαῖρε! Καί πάλι θά σοῦ λέω, χαῖρε! διότι ὁ Γιός σου μετά τρεῖς ἡμέρες ἀναστήθηκε ἀπό τόν τάφο.
    Ὦ νέα Ἱερουσαλήμ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, φωτίζου, ναί ! φωτίζου, διότι ἡ λαμπρότητα τοῦ ἔνδοξα ἀναστημένου Κυρίου σέ σένα ἀνέτειλε καί σέ γεμίζει ἀπό φῶς. Χόρευε λοιπόν τώρα πνευματικά καί σκίρτα ἀπό ἀγαλλίαση, ὦ νέα Σιών Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ· καί σύ δέ, ἁγνή Θεοτόκε, χαῖρε καί εὐφραίνου γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ σου.[2]
                                                            ***
    Χαῖρε, Παρθένε, χαῖρε· χαῖρε, σύ πού εὐλογήθηκες καί δοξάσθηκες ἀπό τόν Θεό ἀξιωθεῖσα νά γεννήσεις τόν Σωτῆρα· χαῖρε, διότι ὁ Υἱός σου μετά τρεῖς μέρες ἀναστήθηκε ἀπό τόν τάφο.[3]
                                                           ***
   Παρθένε, μέ τό νά γεννήσεις τόν Ζωοδότη Χριστό, ἐλευθέρωσε τόν Ἀδάμ ἀπό τήν ἐνοχή τῆς ἁμαρτίας, ἔδωσε στήν Εὔα χαρά ἀντί τῆς λύπης, πού καί οἱ δύο Ἀδάμ καί Εὔα εἶχαν ἐκπέσει καί κυλίσει ἀπό τήν ζωή πρός τόν θάνατο· τούς ἔφερε δέ στήν ζωή  Ἐκεῖνος πού ἔλαβε ἀπό Σένα σάρκα, ὁ Θεάνθρωπος  Ἰησοῦς[4].
                                                                                                             ***
     Σύ, Χριστέ, ὅταν γεννήθηκες ἀπό τήν Παρθένο Μητέρα Σου, δέν κατέστρεψες τήν κλειστή πύλη τῆς ἁγνότητος της, ἀναστήθηκες ἀπό τόν τάφο χωρίς νά προξενήσεις τήν παραμικρή βλάβη στίς σφραγῖδες πού ἔβαλαν οἱ Ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι· καί ἀφοῦ βγῆκες θαυμαστά ἀπό τόν κλειστό καί σφραγισμένο τάφο Σου, ἄνοιξες σέ μᾶς τίς ἕως τότε κλειστές πῦλες τοῦ Παραδείσου![5]
                                                                                                             ***
    Ὦ Χριστέ, Σέ ὑμνοῦμεν μέ τό νά δοξάζουμε τήν συγκατάβαση Σου, πού ἦταν ὑπέρτατη καί ἄπειρη συγκατάβαση ἁρμόζουσα σέ Θεό, τήν ὁποία μόνο ὁ Θεός μποροῦσε νά κάνει· γεννήθηκες κατά τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, ἀπό Παρθένο καί ταυτόχρονα ἤσουν ἀχώριστος ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα ἔπαθες ὡς ἄνθρωπος καί μέ τήν θέληση Σου ὑπέμεινες σταυρικό θάνατο· ἀναστήθηκες ἀπό τόν τάφο ὡραῖος καί λαμπρός, σάν νά βγῆκες ἀπό νυμφικό θάλαμο, ἔκαμες ὅλα αὐτά, διά νά σώσεις τόν κόσμο. Κύριε, δόξα σοι ![6]
                                                                                                           ***
    Ἐλᾶτε νά προσκυνήσουμε τόν Θεό Λόγο, πού προαιώνια ἀπ’ τόν Πατέρα γεννήθηκε καί ἔλαβε σάρκα ἀπό τά αἵματα τῆς Παρθένου Μαρίας· ἐλᾶτε νά τόν προσκυνήσουμε, διότι, ἀφοῦ ὑπέμεινε τόν σταυρικό θάνατο, παρέδωσε ἀκολούθως τό θνητό Σῶμά Του γιά νά ταφεῖ, ὅπως Αὐτός θέλησε· ἀφοῦ δέ κατότιν ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, ἔσωσε ἐμᾶς τούς πλανεμένους ἀνθρώπους στά σκοτάδια τῆς ἁμαρτίας[7].

                                                                                                                                          Ἐπιμέλεια +Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης
 


«Καταδικασμένοι» να είναι αθάνατοι....,

Picture
                                                                                                                                                                                                                                                                                                   Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς
   Οι άνθρωποι καταδίκασαν το Θεό σε θάνατο. Ο Θεός όμως, διά μέσου της Ανάστασής Του, «καταδικάζει» τους ανθρώπους σε αθανασία. Για τα κτυπήματα, τους ανταποδίδει τις σφικτές αγκαλιές. Για τις ύβρεις, τις ευλογίες. Για το θάνατο, την αθανασία. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσο μίσος προς το Θεό, όσο, όταν Τον σταύρωσαν. Και ποτέ δεν έδειξε ο Θεός τόση αγάπη προς τους ανθρώπους, όση όταν αναστήθηκε. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν το Θεό θνητό, αλλ' ο Θεός διά (μέσου) της Ανάστασής Του κατάστησε τους ανθρώπους αθάνατους. «Ανέστη» ο σταυρωμένος Θεός και θανάτωσε το θάνατο. Ο θάνατος δεν υπάρχει πλέον. Η αθανασία κατάκλυσε τον άνθρωπο και όλους τους κόσμους του.
    Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου, η ανθρώπινη φύση οδηγήθηκε τελεσίδικα στην οδό της αθανασίας, και έγινε φοβερή και γι’ αυτό τον θάνατο. Γιατί πριν από την Ανάσταση του Χριστού, ο θάνατος ήταν φοβερός για τον άνθρωπο. Και από την εποχή της Ανάστασης του Κυρίου, γίνεται ο άνθρωπος φοβερός για το θάνατο. Εάν ζει δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Θεάνθρωπο ο άνθρωπος, ζει πάνω από το θάνατο. Καθίσταται απρόσβλητος και από το θάνατο. Ο θάνατος μετατρέπεται σε «Υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α΄ Κορ. 15, 55-56). Έτσι, όταν ο «εν Χριστώ άνθρωπος» πεθαίνει, αφήνει απλά το ένδυμα του σώματός του για να το ντυθεί πάλι κατά την ημέρα της Δεύτερης Παρουσίας.
   Μέχρι την Ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, ο θάνατος ήταν η δεύτερη φύση του ανθρώπου. Η πρώτη ήταν η ζωή, και ο θάνατος η δεύτερη. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει το θάνατο σαν κάτι το φυσικό. Αλλά με την Ανάστασή Του ο Κύριος άλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινε η δεύτερη φύση του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικό στον άνθρωπο, και το αφύσικο καταστάθηκε ο θάνατος. Όπως μέχρι την Ανάσταση του Χριστού, ήταν φυσικό στους ανθρώπους το να είναι θνητοί, έτσι μετά την Ανάσταση έγινε φυσική γι’ αυτούς η αθανασία.
   Δια (μέσου) της αμαρτίας ο άνθρωπος καταστάθηκε θνητός και πεπερασμένος. Δια (μέσου) της Ανάστασης του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Σ’ αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμη και το κράτος και η παντοδυναμία της Ανάστασης του Χριστού. Και για τούτο χωρίς της Ανάστασης του Χριστού, δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων, η Ανάσταση του Κυρίου είναι το μεγαλύτερο θαύμα. Όλα τ’ άλλα θαύματα πηγάζουν απ’ αυτό και συνοψίζονται σ’ αυτό. Απ’ αυτό εκπηγάζουν και η πίστη και η αγάπη και η ελπίδα και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέτες μαθητές, αυτοί οι οποίοι έφυγαν (πολύ) μακριά από τον Ιησού, όταν πέθαινε, επιστρέφουν προς Αυτόν, όταν αναστήθηκε. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστό να ανασταίνεται από τον τάφο, τον ομολόγησε σαν Υιό του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι αναστήθηκε ο Χριστός, διότι νίκησε το θάνατο. Αυτό είναι εκείνο το οποίο ουδεμιά άλλη θρησκεία έχει. Είναι εκείνο το οποίο κατά τρόπο μοναδικό και αναμφισβήτητο, δείχνει και αποδεικνύει, ότι ο Ιησούς είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος σ’ όλους τους ορατούς και αόρατους κόσμους.
   Χάρη στην Ανάσταση του Χριστού, χάρη στη νίκη πάνω στο θάνατο, οι άνθρωποι γινόντουσαν και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος, της Ανάστασης του Χριστού. (Αυτό) το οποίο συνεχίζεται διαρκώς σε όλες τις καρδιές των Χριστιανών, από μέρα σε μέρα, από έτος σε έτος, από αιώνα σε αιώνα, μέχρι τη Δεύτερη Παρουσία.
    Ο άνθρωπος γεννιέται στ’ αλήθεια όχι όταν (τον) φέρνει στο κόσμο η μητέρα του, αλλά όταν πιστεύει στον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, γιατί τότε γεννιέται στην αθάνατη και αιώνια ζωή, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς (τον) θάνατο, για τον τάφο. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η μητέρα όλων μας, όλων των Χριστιανών, η μητέρα των αθάνατων. Δια (μέσου) της πίστης στην Ανάσταση του Κυρίου, γεννιέται πάλι ο άνθρωπος, γεννιέται για την αιωνιότητα.
  -Τούτο είναι αδύνατο! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής (άνθρωπος). Και ο Αναστημένος Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μάρκ. 9, 23). Και αυτός που πιστεύει, είναι εκείνος ο οποίος μ’ όλη τη καρδιά, μ’ όλη τη ψυχή, μ’ όλο του το είναι, ζει κατά το Ευαγγέλιο του Αναστημένου Κυρίου Ιησού.
  Η πίστη μας είναι η νίκη δια (μέσου) της οποίας νικάμε το θάνατο, η πίστη δηλαδή στον Αναστημένο Κύριο. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Τό δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 55-56). Δια (μέσου) της Ανάστασής Του ο Κύριος «άμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια (μέσου) της αμαρτίας ο θάνατος εκχύνει το δηλητήριο στη ψυχή και το σώμα του ανθρώπου. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερα είναι τα κέντρα διά των οποίων χύνει ο θάνατος το δηλητήριό του (μέσα) σ’ αυτόν.
   Όταν η σφήκα κεντρίσει τον άνθρωπο, βάζει αυτός κάθε δυνατή προσπάθεια για να βγάλει το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίσει η αμαρτία – το κέντρο αυτό του θανάτου – τι πρέπει να κάμει; - Πρέπει με τη πίστη και (τη) προσευχή να επικαλεσθεί τον Αναστημένο Σωτήρα Χριστό, για να βγάλει Αυτός το κεντρί του θανάτου από τη ψυχή του. Και Αυτός σαν πολυεύσπλαχνος θα το κάμει, γιατί είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλές σφήκες πέσουν πάνω στο σώμα του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και πεθαίνει. Το ίδιο γίνεται και με τη ψυχή του ανθρώπου, όταν τη τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Πεθαίνει αυτός θάνατο, πού δεν έχει ανάσταση.
   Νικώντας δια (μέσου) του Χριστού την αμαρτία μέσα του ο άνθρωπος, νικάει το θάνατο. Εάν περάσει μια μέρα και εσύ δεν έχεις νικήσει ούτε μια αμαρτία σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερο θνητός. Εάν όμως νικήσεις μια ή δυο ή τρεις αμαρτίες σου, έγινες πιο νέος, με τη νεότητα η οποία δεν γερνάει, την αθάνατη και αιώνια! Ας μη το λησμονάμε ποτέ: το να πιστεύει κανένας στον Αναστημένο Χριστό, αυτό σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα ενάντια στην αμαρτία, στο κακό και στο θάνατο.
   Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει «αληθώς» στον Αναστημένο Κύριο, το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται ενάντια στην αμαρτία και στα πάθη και εάν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζει ότι αγωνίζεται για την αθανασία και την αιώνια ζωή. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι μάταιη η πίστη του! Γιατί, εάν η πίστη του ανθρώπου δεν είναι αγώνας για την αθανασία και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με τη πίστη στο Χριστό δεν φτάνει κανένας στην αθανασία και τη νίκη πάνω στο θάνατο, τότε σε τι (χρησιμεύει) η πίστη μας; Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, αυτό σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθεί. Εάν δε, δεν έχουν αυτά τα δυο νικηθεί, τότε γιατί να πιστεύει στο Χριστό; Εκείνος όμως ο οποίος δια (μέσου) της πίστης στον Αναστημένο Χριστό αγωνίζεται ενάντια σε κάθε αμαρτία του, αυτός ενισχύει βαθμιαία στον εαυτό του την αίσθηση, ότι ο Κύριος όντως αναστήθηκε, όντως άμβλυνε το κέντρο του θανάτου, όντως νίκησε το θάνατο σ’ όλα τα μέτωπα της μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαία μικραίνει τη ψυχή του ανθρώπου, τη πλησιάζει προς το θάνατο, τη μεταβάλλει από αθάνατη σε θνητή, από άφθαρτη και απέραντη σε φθαρτή, σε πεπερασμένη. Όσο περισσότερες αμαρτίες έχει ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτό του αθάνατο, είναι φανερό ότι βρίσκεται όλος βυθισμένος στις αμαρτίες, σε σκέψεις μυωπικές, σε αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μια κλήση στον μέχρι «εσχάτης αναπνοής» αγώνα ενάντια στο θάνατο, μέχρι δηλαδή τη τελική νίκη πάνω σ’ αυτόν. Κάθε αμαρτία αποτελεί μια υποχώρηση, κάθε πάθος μια προδοσία, κάθε κακία μια ήττα.
   Δεν πρέπει να διερωτιέται κανένας γιατί και οι Χριστιανοί πεθαίνουν το σωματικό θάνατο. Αυτό γίνεται, γιατί ο θάνατος του σώματος είναι μια σπορά. Σπέρνεται σώμα θνητό, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 42 εξ.), και βλασταίνει, αυξαίνει και γίνεται αθάνατο. Όπως ο σπόρος που σπέρνεται, έτσι και το σώμα διαλύεται, για να το ζωοποιήσει και (το) τελειοποιήσει το Άγιο Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχε αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε αυτό απ’ Αυτόν; Αυτός δεν θα είχε σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε γιατί σαρκώθηκε, γιατί ανάλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτα από τη θεότητά Του; [1].
   Εάν ο Χριστός δεν αναστήθηκε, γιατί τότε να πιστεύει κανένας σ’ Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινά, ότι εγώ ποτέ δε θα πίστευα στο Χριστό, εάν δεν είχε αναστηθεί και δεν είχε νικήσει το θάνατο, το μεγαλύτερο εχθρό μας. Αλλ’ ο Χριστός αναστήθηκε και δώρισε σε μας την αθανασία. Χωρίς αυτή την αλήθεια, ο κόσμος μας είναι μια χαώδης έκθεση απεχθών ανοησιών. Μόνο με τη ένδοξη Ανάστασή Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ελευθέρωσε από το παράλογο και την απελπισία. Γιατί χωρίς την Ανάσταση δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό, ούτε κάτω από τον ουρανό, τίποτα πιο παράλογο από τον κόσμο αυτό. Ούτε μεγαλύτερη απελπισία από τη ζωή αυτή, δίχως αθανασία. Γι’ αυτό σ’ όλους τους κόσμους, δεν υπάρχει περισσότερο δυστυχισμένη ύπαρξη από τον άνθρωπο που δεν πιστεύει στην Ανάσταση του Χριστού και την ανάσταση των νεκρών (πρβλ. Α’ Κορ. 15, 19). «Καλόν ήν αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
   Στον ανθρώπινο κόσμο μας, ο θάνατος είναι το μεγαλύτερο βάσανο και η πιο φρικιαστική απανθρωπιά. Η απελευθέρωση απ’ αυτό το βάσανο και απ’ αυτή την απανθρωπιά είναι ακριβώς η σωτηρία. Τέτοια σωτηρία δώρισε στο ανθρώπινο γένος μόνο ο Νικητής του θανάτου – ο Αναστημένος Θεάνθρωπος. Δια (μέσου) της Ανάστασής Του Αυτός μας αποκάλυψε όλο το μυστήριο της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθεί για το σώμα και τη ψυχή αθανασία και αιώνια ζωή. Πώς (λοιπόν) κατορθώνεται αυτό; Μόνο δια (μέσου) της θεανθρώπινης ζωής, της νέας ζωής, αυτής μέσα στον Αναστημένο και για τον Αναστημένο Χριστό!
   Για μας τους Χριστιανούς, η ζωή αυτή πάνω στη γη είναι σχολείο, στο οποίο μαθαίνουμε πως να εξασφαλίσουμε την αθανασία και την αιώνια ζωή. Γιατί τι όφελος έχουμε απ’ αυτή τη ζωή, εάν μ’ αυτή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε την αιώνια; Αλλά, για να αναστηθεί μαζί με το Χριστό ο άνθρωπος, πρέπει πρώτα να πεθάνει μαζί Του και να ζήσει τη ζωή του Χριστού, σαν δική του. Εάν το κάνει αυτό, τότε την μέρα της Ανάστασης θα μπορέσει μαζί με τον Άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο να πει: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι, χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον, χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι» [2].
   Σε τέσσερες μόνο λέξεις συγκεφαλαιώνονται και τα τέσσερα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! – Αληθώς Ανέστη!...Σε κάθε (μια) απ’ αυτές βρίσκεται από ένα Ευαγγέλιο, και στα τέσσερα Ευαγγέλια βρίσκεται όλο το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αόρατων. Και όταν τα αισθήματα του ανθρώπου και όλες οι σκέψεις του συγκεντρωθούν στη βροντή του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα και αυτά μέσα σε αγαλλίαση απαντούν, επιβεβαιώνεται το πασχαλινό θαύμα: Αληθώς Ανέστη!»
  Ναι, αληθώς Ανέστη ο Κύριος! και μάρτυρας αυτού είσαι εσύ, μάρτυρας εγώ, μάρτυρας κάθε Χριστιανός, αρχίζοντας από τους Αγίους Απόστολους μέχρι και τη Δεύτερη Παρουσία. Γιατί μόνο η δύναμη του Αναστημένου Θεανθρώπου Χριστού μπόρεσε να δώσει, - και συνεχώς δίνει και συνεχώς θα δίνει - τη δύναμη σε κάθε Χριστιανό – από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο – να νικήσει ολόκληρο το θνητό (μέρος) και αυτό τούτο το θάνατο. Ολόκληρο το αμαρτωλό (μέρος) και αυτή τούτη την αμαρτία. Ολόκληρο το δαιμονικό (μέρος) και αυτόν τούτον τον διάβολο. Γιατί μόνο με την Ανάστασή Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικό τρόπο, έδειξε και απέδειξε ότι η ζωή Του είναι αιώνια Ζωή, η αλήθεια Του, είναι αιώνια αλήθεια, η αγάπη Του είναι αιώνια αγάπη, η αγαθότητά Του είναι αιώνια αγαθότητα, η χαρά Του αιώνια χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξε ότι όλα αυτά τα δίνει Αυτός, κατά την απαράμιλλη φιλανθρωπία Του, σε κάθε Χριστιανό, σ’ όλες τις εποχές.
  Κοντά σ’ αυτά, δεν υπάρχει ούτε ένα γεγονός, όχι μόνο στο Ευαγγέλιο, αλλά ούτε σ’ ολόκληρη την ιστορία του ανθρώπινου γένους, το οποίο να είναι μαρτυρημένο κατά τρόπο τόσο δυνατό, τόσο απρόσβλητο, τόσο αναντίρρητο, όσο η Ανάσταση του Χριστού. Αναμφίβολα ο Χριστιανισμός σ’ όλη του την ιστορική πραγματικότητα, την ιστορική του δύναμη και παντοδυναμία, θεμελιώνεται πάνω στο γεγονός της Ανάστασης του Χριστού, δηλαδή πάνω στην αιώνια ζώσα Υπόσταση του Θεανθρώπου Χριστού. Και για τούτο μαρτυράει όλη η μακραίωνη και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
  Γιατί αν υπάρχει ένα γεγονός στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από τη ζωή του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικά ολόκληρου του Χριστιανισμού, το γεγονός αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού.
  Επίσης, αν υπάρχει μια αλήθεια στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Ευαγγελικές αλήθειες, η αλήθεια αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και ακόμα, εάν υπάρχει μια πραγματικότητα στην οποία θα μπορούσε να συνοψισθούν όλες οι Καινοδιαθηκικές πραγματικότητες, η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχει ένα Ευαγγελικό θαύμα στο οποίο θα μπορούσε να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα αυτό θα ήταν η Ανάσταση του Χριστού. Γιατί μόνο μέσα στο φως της Ανάστασης του Χριστού, αναδείχνεται θαυμάσια (και) με σαφήνεια και το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το έργο Του. Μόνο μέσα στην Ανάσταση του Χριστού παίρνουν τη πλήρη εξήγησή τους όλα τα θαύματα του Χριστού, όλες οι αλήθειες Του, όλα τα λόγια Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
   Μέχρι την Ανάστασή Του ο Κύριος δίδασκε για την αιώνια ζωή, αλλά μετά την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνια ζωή.  Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε για την ανάσταση των νεκρών, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάσταση των νεκρών. Μέχρι την Ανάστασή Του δίδασκε ότι η πίστη σ’ Αυτόν μεταφέρει (τον άνθρωπο) από το θάνατο στη ζωή, αλλά με την Ανάστασή Του έδειξε ότι ο Ίδιος νίκησε το θάνατο και εξασφάλισε μ’ αυτό το τρόπο στους θανατωμένους ανθρώπους τη μετάβαση από το θάνατο στην Ανάσταση. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασή Του έδειξε και απέδειξε, ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος σ’ όλους τους ανθρώπινους κόσμους.
  Και κάτι ακόμα: χωρίς την Ανάσταση του Θεανθρώπου δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε η αποστολικότητα των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριο των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών, ούτε η αγιότητα των Αγίων, ούτε η ασκητικότητα των Ασκητών, ούτε η θαυματουργικότητα των Θαυματουργών, ούτε η πίστη των πιστευόντων, ούτε η αγάπη των αγαπώντων, ούτε η ελπίδα των ελπιζόντων, ούτε η νηστεία των νηστευόντων, ούτε η προσευχή των προσευχομένων, ούτε η πραότητα των πράων, ούτε η μετάνοια των μετανοούντων, ούτε η ευσπλαχνία των εύσπλαχνων, ούτε οποιαδήποτε χριστιανική αρετή ή άσκηση. Εάν ο Κύριος δεν είχε αναστηθεί και σαν Αναστημένος δεν είχε γεμίσει τους μαθητές Του με τη ζωοποιό δύναμη και τη θαυματουργική σοφία, ποιος θα μπορούσε αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτες να τους συγκεντρώσει και να τους δώσει το θάρρος και τη δύναμη και τη σοφία για να μπορέσουν τόσο άφοβα και με τόση δύναμη και σοφία να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστημένο Κύριο και να πηγαίνουν με τόση χαρά στο θάνατο γι’ Αυτόν; Και αν ο Αναστημένος Σωτήρας δεν τους είχε γεμίσει με τη θεία δύναμή Του και σοφία, πως θα μπορούσαν ν’ ανάψουν μέσα στο κόσμο την άσβεστη πυρκαγιά της Καινοδιαθηκικής πίστης, αυτοί οι απλοϊκοί και αγράμματοι, αμαθείς και φτωχοί άνθρωποι;
  Εάν η Χριστιανική πίστη δεν ήταν πίστη του Αναστημένου και κατά συνέπεια του αιώνια ζώντα και ζωποιούντα Κυρίου, ποιος θα μπορούσε να εμπνεύσει τους Μάρτυρες στον άθλο του μαρτυρίου, και τους Ομολογητές στον άθλο της ομολογίας, και τους Ασκητές στον άθλο της άσκησης και τους Ανάργυρους στον άθλο της αναργυρίας, και τους Νηστευτές στον άθλο της νηστείας και εγκράτειας, και οποιοδήποτε Χριστιανό σε οποιονδήποτε Ευαγγελικό άθλο;
  Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και για μένα και για σένα και για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη.
  Γιατί ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστημένος Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξη κάτω από τον ουρανό, με την οποία μπορεί ο άνθρωπος εδώ στη γη να νικήσει και το θάνατο και την αμαρτία και τον διάβολο, και να κατασταθεί μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος στην Αιώνια Βασιλεία της Αγάπης του Χριστού... Γι’ αυτό, για την ανθρώπινη ύπαρξη ο Αναστημένος Κύριος είναι τα πάντα, μέσα στα πάντα, για όλους τους κόσμους: Ό,τι το Ωραίο, το Καλό, το Αληθινό, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνο, το Θείο, το Σοφό, το Αιώνιο. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθεια μας, όλη η Χαρά μας, όλο το Αγαθό μας, όλη η Ζωή μας, η Αιώνια Ζωή σε όλες τις θείες αιωνιότητες και απεραντοσύνες.
  - Γι’ αυτό και «πάλι και πολλάκις», και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!

Υποσημειώσεις
[1]. Πρβλ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, εις Α΄ Κορ. Ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ' ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; Ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι’ ημάς».
[2]. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ΄.

Σερβία 1936.
από το βιβλίο «ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ», ΣΤ΄ ΕΚΔΟΣΙΣ, εκδοτικός οίκος «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ 1993, σελ. 40-49.


Powered by Create your own unique website with customizable templates.
  • ΑΡΧΙΚΗ
  • ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ
  • ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
  • ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ
  • 21ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
  • ΕΚΔΟΣΕΙΣ
  • ΠΡΟΪΌΝΤΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ
  • ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
  • ΩΡΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΩΝ - ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ
  • ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΣΜΑ
  • ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
  • ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΑΜΝΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΚΟΣΜΑ
  • ΒΙΝΤΕΟΘΗΚΗ
  • 200 Σ' αγαπώ
  • ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
  • ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ